Μεγάλοι Μικρασιάτες διανοούμενοι και η συμβολή τους στον πολιτισμό του νεώτερου ελληνισμού.

Μεγάλοι Μικρασιάτες διανοούμενοι και η συμβολή τους στον πολιτισμό του νεώτερου ελληνισμού.

 

Ο Νομπελίστας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης.

__________________________________________________________

 

Το γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής τωνπληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, προηγήθηκε μιας σημαντικής λογοτεχνικής γενιάς στον ελλαδικό χώρο, της γενιάς του Μεσοπολέμου ή Γενιάς του ’30, η οποία αναδεικνύει την ελληνική ιδιαιτερότητα και σημαδεύει     την στροφή στην ελληνική πνευματική δημιουργία.

Ένα μεγάλο μέρος των λογοτεχνών αυτής της γενιάς προέρχεται από τις πνευματικές και κοινωνικές εστίες της M.Ασίας.

Τα έργα τους περιστρέφονται γύρω από τους θεματικούς άξονες: Έξοδος – Προσφυγιά – Ειρηνική ζωή. Η Έξοδος του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία το 1922 είναι η κορύφωση των γεγονότων και κάνει την τομή στο χώρο και στο χρόνο.

 

Ο Σεφέρης με τη «Στροφή» υπήρξε ο εισηγητής της νεώτερης ποίησης στην Ελλάδα, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της ποίησης από το «εγώ» στο «εμείς» και ταυτόχρονα εισάγοντάς μας σ’ ένα κλίμα ολότελα διαφορετικό από αυτό της παρακμής και της διάλυσης, που χαρακτήριζε τη γενιά της δεκαετίας 1920-30.

« Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται.»

 

Ο Σεφέρης έχει τη θλίψη του ανθρώπου, που συλλογίζεται πολύ πάνω στα ανθρώπινα. Υπήρξε στοχαστής, μελετητής, μεταφραστής, μα πάνω απ’ όλα ποιητής που ανανέωσε την ποιητική μας παράδοση, χάρισε στη Ελλάδα ένα Νόμπελ και αναγορεύθηκε ως ο αξιότερος εκπρόσωπος «της σημερινής Ελλάδος».

 

Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης. Γεννήθηκε στη Σμύρνη σε χρόνο δίσεχτο, 29 Φεβρουαρίου 1900 και γιόρταζε τα γενέθλιά του κάθε τέσσερα χρόνια. Προέρχεται από οικογένεια λογίων. Ο πατέρας του  Στέλιος Σεφεριάδης ήταν Πανεπιστημιακός καθηγητής-διεθνολόγος, Ακαδημαϊκός. Η μητέρα του η Δέσπω, το γένος Γεωργίου Τενεκίδη ήταν μορφή βιβλική. «Προχωρούσε πάντα με την καρδιά της και ποτέ δεν έχανε τον δρόμο της» έγραψε η Ιωάννα Τσάτσου, αδελφή του Γ.Σεφέρη, ποιήτρια και συγγραφέας, επίσης. Ο μικρότερος αδελφός του ο ΄Αγγελος, Καθηγητής και ποιητής πέθανε μια νύχτα του Γενάρη του 1950 διαβάζοντας Πλάτωνα.

 

Το  1914, εποχή κατά την οποία άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου η οικογένεια μετανάστευσε στην Ελλάδα.

 

-2-

Ο ίδιος θα πει: «Είχα πολύ ζωντανό μέσα μου το συναίσθημα του τι θα πει σκλαβιά. Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει εξοχή στην Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που και τώρα ακόμη μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης. Ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια».

 

Στην Αθήνα  τελείωσε το Πρότυπο Κλασικό Γυμνάσιο. Από το 1918 ως το 1924 έζησε στο Παρίσι, όπου σπούδασε νομικά. Ο Γιώργος Σεφέρης έβλεπε τη σπουδή στα Νομικά σαν υποχρέωση, σαν προσπάθεια για την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης στον πατέρα του. Η ψυχή του ήταν δοσμένη στην φιλολογία και την ποίηση.

«Δεν θέλω να γίνω μήτε δικηγόρος, μήτε δημοσιογράφος, μήτε μποέμ. Η μόνη κλίση που έχω είναι να θέλω να φτιάξω ποιήματα, υπομονετικά, πεισματάρικα δουλεύοντας μήνες και χρόνους σαν μανιακός χειροτέχνης».

 

Ανάμεσα στην τόσο ωραία του αλληλογραφία, σ’ ένα γράμμα προς την αδελφή του Ιωάννα εξομολογείται την αγάπη του για τη Φιλολογία. Η φιλολογία είναι σαν να του έλεγε: «Εγώ, είμαι εσύ, η ζωή σου. Η Νομική είναι το πινάκιο φακής, που θα σου γεμίσει το στομάχι». Και σε άλλο γράμμα θα προσδιορίσει για πρώτη φορά συστηματικά τις απόψεις του για την ποίηση και τη δική του θέση στο χώρο αυτό. Θα της γράψει: «Γαλλικά θα μπορούσα ίσως να γράψω μα δε θέλω, γιατί αγαπώ την Ελλάδα. Ελληνικά μου είναι αδύνατο να πω ό,τι θέλω… Έπειτα στην ποίηση, στη τέχνη γενικότερα, δε φτάνει να γράφεις, πρέπει να σχηματίσεις μια παράδοση κι’ απάνω αυτού να περπατήσεις… Γι’ αυτά όλα πρέπει κανείς να μελετήσει. Όπως λογαριάζω να το κάνω, υφ’ όλας τα επόψεις. Τώρα μου φτάνει να αιστάνομαι και να σημειώνω…»

 

Τα πρώτα ποιήματά του τα υπογράφει ως  Γιώργος Σκαλιώτης. Η Σκάλα γίνεται το συνειδητό σύμβολο του κρυμμένου του εαυτού.

 

Στο Παρίσι συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό Βωμός.

Τα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι υπήρξαν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού, κυρίως στη ζωγραφική και την λογοτεχνία, βρισκόταν στην ακμή του και οι συζητήσεις για τη διεκδίκηση της αισθητικής πρωτοπορίας κυριαρχούσαν στη γαλλική πνευματική ζωή.  Είναι η εποχή του Μπρακ και του Πικάσσο, του Ελυάρ, του Προύστ, του Βαλερύ και του Απολιναίρ.

 

Το καλοκαίρι του 1924, μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο, με τον τίτλο του διδάκτορα, έφυγε για το Λονδίνο, όπου έμεινε ως το χειμώνα του επόμενου χρόνου. Εκεί έγραψε το ποίημα Fog.

 

 

-3-

Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα άρχισε να γράφει το Ημερολόγιο και το γνωστό  πεζογράφημα «΄Εξι νύχτες στην Ακρόπολη», ένα ημι-αυτογραφικό μυθιστόρημα, στο οποίο διαφαίνονται οι αμφιλεγόμενες απόψεις του, όσον αφορά την βιογραφία γενικότερα και πιο συγκεκριμένα την δική του.

Υποστήριξε την άποψη του Μάρκ Τουέιν: «Οι βιογραφίες δεν είναι παρά τα ρούχα και τα κουμπιά ενός ανθρώπου – η βιογραφία του ίδιου του ανθρώπου δεν μπορεί να γραφτεί».

Στο ημερολόγιό του έγραψε: « Ο άνθρωπος είναι πάντα διπλός: εκείνος που πράττει κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να πράττει, εκείνος που υποφέρει κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να υποφέρει, εκείνος που αισθάνεται κι εκείνος που παρατηρεί τον εαυτό του να αισθάνεται…».

Ο Σεφέρης για πολλούς λόγους, σ’ όλη του τη ζωή θα αισθάνεται ένας διπλός άνθρωπος.

Το 1926 πέθανε η μητέρα του και στις 29 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Σεφέρης διορίστηκε ακόλουθος του Υπουργείου Εξωτερικών. Υπέγραφε διπλωματικά έγγραφα ως Σεφεριάδης. Η διπλή ζωή, του διπλωμάτη και του ποιητή, παγιώνεται.

Το 1931 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Στροφή», για την οποία ο Παλαμάς δημοσίευσε επιστολή στη Νέα Εστία.

 

Διορίστηκε υποπρόξενος και στη συνέχεια πρόξενος στο Γενικό Προξενείο του Λονδίνου, όπου παρέμεινε ως το 1934.

Ο ίδιος θα πει: «Το μεγάλος λάθος της ζωής μου ήταν που ήμουνα φτιαγμένος για τη θάλασσα κι έγινα στεριανός. Είναι γνώρισμα του θαλασσινού να μην είναι πουθενά ευχαριστημένος».

 

Τον Μάιο του 1932 δημοσιεύεται το έργο του «Μια νύχτα στην ακρογιαλιά» και τον Οκτώβριο «η Στέρνα», αφιερωμένη στον Γιώργο Αποστολίδη. Το 1935 αρχίζει η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα, αναδημοσιεύοντας τη Στέρνα.

Την ίδια εποχή έρχεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του το «Μυθιστόρημα», έργο χαρακτηριστικό για τα δυο συνθετικά του τίτλου του (μύθος-ιστορία). Ο μύθος παραπέμπει στον ομηρικό κόσμο, η ιστορία αποτελεί αναφορά σε πραγματικά βιώματα, πιθανώς σχετικά με τη Μικρασιατική καταστροφή, τα οποία εκφράζονται με εικόνες και σύμβολα σ’ ένα λόγο λιτό και απέριττο.

 

Το 1941 παντρεύεται την Μαρία Ζάνου. Παιδιά δεν απέκτησαν.

 

Ως διπλωμάτης ταξιδεύει αδιάκοπα. Βρέθηκε στη Κορυτσά, στη Βυρηττό, στην Άγκυρα, στο Γιοχάνεσμπουργκ, στην Αίγυπτο. Για την Αίγυπτο λέει χαρακτηριστικά: «Η χαμηλή γης. Η πιο χαμηλή που είδα ποτέ μου.   Κανένα βουνό στον ορίζοντα, θυμίζει την ποίηση του Καβάφη. Τέτοια είναι η ποίησή

-4-

του, δεν ανεβοκατεβαίνει, περπατά. Τον καταλαβαίνω καλύτερα τώρα και τον εκτιμώ γι’ αυτό που έκανε. Πρέπει να πάει κανείς στην Αλεξάνδρεια για να καταλάβει πώς δούλευε ο Καβάφης».

 

Το 1953 τον βρίσκει στην Κύπρο. Η πρώτη εντύπωση: «από δω νοιώθει κανείς την Ελλάδα πιο ευρύχωρη, πιο πλατειά». Αγάπησε με πάθος την Κύπρο γιατί, όπως είπε, βρήκε εκεί πράγματα παλιά, που έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα, και γιατί αυτός ο λαός έχει ανάγκη από  αγάπη και συμπαράσταση. Στην Κύπρο εμπνεύστηκε την ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ».

 

Εκεί, ανακαλύπτει, απρόσμενα, τον μυθο-ελληνικό μυθο-τουρκικό κόσμο, που τον νόμιζε χαμένο. Τον αναγνωρίζει από τα παιδικά του χρόνια. Στην Κύπρο αναβιώνει εν μέρει το δικό του παρελθόν και παρακολουθεί, με πόνο, την ίδια πορεία προς την καταστροφή, όπως την είχε βιώσει στην Μικρά Ασία:

«μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης, τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες σαν το σιτάρι, κι οι ποταμοί φουσκώναν μες τη λάσπη το αίμα  για ένα  λινό κυμάτισμα, για μια νεφέλη, μιας πεταλούδας τίναγμα, το πούπουλο ενός κύκνου, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη. Κι ο αδερφός μου; Αηδόνι αηδόνι  αηδόνι. Τι είναι θεός τι μη θεός και τι τ’ ανάμεσό τους. Τ΄ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

 

Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών κατέλυσε το Σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Ο Σεφέρης εκδηλώθηκε έντονα εναντίον της τόσο γραπτά όσο και με δημόσιες ρητές δηλώσεις του.

Στις αρχές Φεβρουαρίου 1969 ολοκληρώνει το ποίημα «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα» .

Έναυσμα για το ποίημα υπήρξε η πρώτη εικόνα από την Κύπρο που είχε αντικρίσει τα Χριστούγεννα του 1952.  Το λαϊκό παραμύθι για τις γάτες που είχαν σώσει το μοναστήρι από την εισβολή των δηλητηριωδών φιδιών μετατρέπεται σε μια πικρή παραβολή της εποχής: μετά από μήνες, χρόνια αδυσώπητου αγώνα, οι δυνάμεις του καλού υπερισχύουν, απλώς και μόνον για να καταστραφούν κι εκείνες: «Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα το αίμα το φαρμακερό των ερπετών. Αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι».

Η πολιτική αναφορά του ποιήματος είναι έμμεση και πλάγια. Απαιτείται κάτι περισσότερο και ο Γιώργος το γνωρίζει.

 

Την Παρασκευή 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας.

«Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανέναν απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου το γκρεμό, όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να

-5-

σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».

Η «Δήλωση» προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στους αντιφρονούντες, όμως είχε σαν αποτέλεσμα να του αφαιρεθεί ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου.

Η Δήλωσή του αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο. Με αφορμή αυτήν την κατάσταση έγραψε το τελευταίο ποίημά του, που δημοσιεύθηκε στο Βήμα στις 23 Σεπτεμβρίου 1971, τρεις μέρες μετά το θάνατό του. Το  «Επί Ασπαλάθων».

Το έγραψε με αφορμή επίσκεψή του στο Σούνιο στις 25 Μαρτίου 1971, ημέρα θρησκευτικού και πολιτικού «ευαγγελισμού». Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 616) και αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του «πανάθλιου Τύραννου» Αρδιαίου.

 

Στον πυρήνα του ποιήματος βρίσκεται: «Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια. Τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς». Η τελευταία λέξη του ποιήματος είναι «Τύραννος».

Στο ποίημα, είναι η ίδια η φύση, η οποία τιμωρεί τον σφετεριστή της απόλυτης εξουσίας, που υπερβαίνει τα τεταγμένα του «μέτρα».

 

Για την ποίηση και γενικότερα  για το σύνολο του ποιητικού του έργου τιμήθηκε στην Ελλάδα με το «Έπαθλο Παλαμά» (1947) και στο εξωτερικό όπου το έργο του είχε γίνει γνωστό από μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες, με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών (1963).

Ο Γ.Σεφέρης αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας φιλολογίας στα Πανεπιστήμια Cambridge (1960), Θεσσαλονίκης (1964), Οξφόρδης (1964) και Πρίνστον (1965).Είχε επίσης εκλεγεί επίτιμο μέλος της American Academy of Arts and Sciences (1966) και μέλος του Institute of Advanced Studies  του Πρίνστον (1968).

 

Η επίσημη εμφάνιση του Σεφέρη στο χώρο της λογοτεχνίας γίνεται το 1931 με την ποιητική Συλλογή «Στροφή». Μέχρι τότε είχε δημοσιεύσει ελάχιστα δείγματα γραφής, παρά το γεγονός, ότι η λογοτεχνία τον απασχολεί από τα φοιτητικά του χρόνια. Η σιωπή του κατά τη δεκαετία του 1920 συνιστά μια περίοδο παρατεταμένης προετοιμασίας, κατά την οποία προσπαθεί να αρθρώσει τη δική του ποιητική φωνή, επιδιώκοντας μορφική και εκφραστική αρτιότητα.

 

Η λυρική «Στροφή» έφερε την πολυπόθητη αλλαγή στην ποίηση. Νέος ποιητικός άνεμος. Νέες ποιητικές μορφές ομορφιάς, δύσκολες στην προσέγγιση και δυσκολονόητες. Προκαλούν γοητεία οι μυστηριακές έννοιες, ο συμβολικός ποιητικός λόγος με το βαθύ στοχασμό και την αφαίρεση.

Η έκδοση της Στροφής, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, υπήρξε σημαντικό πνευματικό γεγονός της εποχής και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Όσοι

-6-

διεφώνησαν  με το εγχείρημα του Σεφέρη, υποστήριξαν ότι ο λόγος του είναι διανοητικός και εγκεφαλικός, χωρίς συναίσθημα και αισθητική γνησιότητα. Αντιθέτως οι υποστηρικτές του Σεφέρη, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Γιώργος Καρίμπαλης και ο Ανδρέας Καραντώνης, αντιμετώπισαν τη «Στροφή» ως τομή εν σχέσει προς μια αδιέξοδη ποιητική πραγματικότητα και συνέχεια εν σχέσει προς μια εύρωστη και γόνιμη παράδοση, που εκπροσωπούσε κατά κύριο λόγο ο Κωστής Παλαμάς.

 

Τον επόμενο χρόνο(1932) «η Στέρνα» ολοκληρώνει την πρώτη φάση της σεφερικής ποιητικής δημιουργίας. Λέγεται ότι είναι το αρχιτεκτονικό σύμβολο του θανάτου και κατά την άποψη ορισμένων είναι η περιοδική επιστροφή της χαράς και του πόνου, η ποιητική όραση του ζώντος κόσμου.

 

Η μετέπειτα πορεία του Σεφέρη διασταυρώνεται με την ποίηση του ΄Εζρα Πάουντ και κυρίως του T.S.Eliot, του οποίου ο Σεφέρης μετέφρασε στα ελληνικά την «Έρημη χώρα»(1936) και άλλα ποιήματα καθώς και το ποιητικό δράμα «Φονικό στην Εκκλησιά»(1963). Ο Σεφέρης απέδωσε στη νεοελληνική γλώσσα το «Άσμα Ασμάτων» (1965), την «Αποκάλυψη του Ιωάννη»(1966), μετέφρασε ποιήματα συγχρόνων Ευρωπαίων και Αμερικανών ποιητών. Πλούσια επίσης είναι η επιστολογραφία του.

 

Ολόκληρη η ποίησή του διακατέχεται από αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά «καημό της ρωμιοσύνης». Εκφράζεται συχνά με αντιθετικά ζεύγη δικαιοσύνη-αδικία, τέχνη-καθημερινότητα, φως-σκοτάδι.

 

Το φως, η  ομορφιά, το τοπίο τον αποσπούν, τον απειλούν. Κάτι από το φως εκφράζει ο «Βασιλιάς της Ασίνης» κάτι και η «Κίχλη».

«Ξέρω πως με το φως πρέπει να ζήσω. Παρακάτω δεν ξέρω. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Όμηρος ήταν τυφλός. Αν είχε μάτια δεν θα έγραφε τίποτα. Είδε κάποτε για ένα περιορισμένο διάστημα και έπειτα δεν έβλεπε πια. Είχε ανάγκη να προστατευθεί από την ομορφιά. Στην Ελλάδα αλλοίμονο σου αν θέλεις να βλέπεις όλη την ώρα. Πρέπει να μικραίνεις το διάφραγμα όπως στην φωτογραφία».

«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρύσετε τον ήλιο, χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρύσετε τον άνθρωπο».

 

Η Οδύσσεια έχει επηρεάσει τη βαθιά σκέψη του Σεφέρη. Όταν εργαζόταν ως διπλωμάτης στο ελληνικό Προξενείο του Λονδίνου έγραψε το ποίημα «Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο». Ο πρώτος στίχος του ποιήματος είναι μια παραλλαγή του πρώτου στίχου του σονέτου «Το ωραίο ταξίδι» του Γάλλου ποιητή Ιωακείμ ντι Μπελαί  ‘ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα έκανε ένα ωραίο ταξίδι’.

 

 

-7-

Στο ποίημα αυτό ο Σεφέρης εξαρτά την ανθρώπινη ευτυχία από το ταξίδι που κάποιος άρχισε χάρη στην ύπαρξη της αγάπης. Από τον πρώτο στίχο το θέμα του ποιήματος μοιάζει να είναι η χαρά που αντλείται από την επιστροφή ενός ανθρώπου στην αγαπημένη του πατρίδα. Όποιος κάνει το ταξίδι του Οδυσσέα είναι ευτυχισμένος, όχι μόνο γιατί επιστρέφει στη γενέτειρά του, αλλά γιατί έχει μια αγάπη δυνατή που τον ωθεί και τον βοηθά να προχωρήσει σ’ αυτό το δύσκολο ταξίδι. Η πανίσχυρη αγάπη που αισθάνεται ο ξενιτεμένος είναι από μόνη της πηγή ευτυχίας, γιατί υποδηλώνει πως ο άνθρωπος αυτός έχει τη δυνατότητα να αγαπήσει κάτι πέραν από τον εαυτό του, με τόση ένταση ώστε το συναίσθημα αυτό να τον χαλυβδώνει και να του παρέχει πληρότητα, προσφέροντάς του κάτι σημαντικότερο κι από την ίδια την επιστροφή, προσφέροντάς του την αίσθηση ενός σκοπού, την αίσθηση πως  υπάρχει κάτι που αξίζει κάθε πιθανή προσπάθεια.

Ο πόνος της πατρίδας, που αποτυπώνεται στους στίχους του, «όπου κι’ αν σταθώ, η Ελλάδα με πληγώνει», ανάλογος με εκείνον των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, δεν στενεύει, παρά ταύτα, την οπτική και την ευαισθησία του.

 

Το αίτημα της Ελληνικότητας είχε αναπτύξει ο Σεφέρης στο Δοκίμιό του «Διάλογος πάνω στην ποίηση». Λόγιος ποιητής διακρίνεται επί πλέον για τη σατυρική του φλέβα ενώ η πολιτική διάσταση του έργου του, δυσδιάκριτη πριν από τον πόλεμο (όπως στα ποιήματα «Απόφαση της λησμονιάς» «Η τελευταία μέρα» κ.α.) γίνεται τολμηρότερη και ευκρινέστερη μετά το 1940, όπως στις συλλογές «Ημερολόγιο Καταστρώματος β» «Κίχλη» καθώς και στο τελευταίο του ποίημα «περί Ασπαλάθων|» .

 

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και όμορφα ποιήματα του Σεφέρη είναι  «Ο Βασιλιάς της Ασίνης». Το ποίημα είναι ένα ελεγείο για τον χαμένο χρόνο, την ασημαντοσύνη της ανθρώπινης ύπαρξης και την ματαιότητα της δόξας. Ο Βασιλιάς της Ασίνης, αν υπήρξε ποτέ, δεν χρησιμοποιείται από κανέναν άλλο ευρωπαίο ποιητή, όπως συμβαίνει με τις μορφές του Οδυσσέα, του Ελπήνορα του Ορέστη. Αυτό άλλωστε αποτελεί και το κύριο, το προσωπικό εύρημα του Σεφέρη.

 

Το αίσθημα του κενού και της απουσίας, η θλίψη και η εναγώνια ‘δραματικά αναζητητική διάθεση’ του ποιητή, που κυριαρχούν στο ποίημα, αντανακλούν το κλίμα αγωνίας της εποχής, η οποία ήταν πιο κρίσιμη ‘για τους διανοούμενους που είχαν φιλελεύθερες ψυχές και ανεπτυγμένη ευαισθησία’ όπως ο Σεφέρης.

 

Ο ποιητής ανασύρει τη μορφή του βασιλιά κυριολεκτικά από το κενό, μορφοποιεί ένα ‘μη όν’ σε λογοτεχνικό πρόσωπο. Αν μιλώντας γενικά ο επινοημένος ‘βασιλιάς’ αποτελεί προέκταση ή αλληγορικό υποκατάστατο του

 

-8-

ίδιου του Σεφέρη, τότε σημαίνει πως ο ποιητής την εποχή αυτή προσπαθεί να ανασύρει το δικό του πρόσωπο από το κενό, προσπαθεί πρώτα να αυτοσυσταθεί και να αυτοσυστηθεί στη συνέχεια.

 

Ο Γεώργιος Σεφέρης υπήρξε κεντρική μορφή της νεώτερης ποίησης από τους βασικότερους εκφραστές του ελληνικού μοντερνισμού. Κορυφαίος του ελληνικού και ευρωπαϊκού λυρισμού. Πέτυχε να ενσωματώσει στην παράδοση τη νέα πείρα της ευρωπαϊκής ποίησης και διατηρώντας ρυθμό μέτρα, λογική διαδοχή – στην αρχή και ομοιοκαταληξίες- να δίνει ζωηρή την αίσθηση του καινούργιου και του ανανεωμένου. Ο τρόπος με τον οποίο συμπλέκει κάποτε λυρικά και επικά στοιχεία, μας φέρνει στη θύμηση κάτι από την απλότητα του κλασικού.

 

Ο Σεφέρης πέθανε το απόγευμα της Δευτέρας 20 Σεπτεμβρίου 1971 και η κηδεία του εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας, πορεία δοξαστική και λαϊκό μήνυμα ελευθερίας, με  τους στίχους της «Άρνησης» να ανεβαίνουν ψηλά ανάμεσα στα κυπαρίσσια την ώρα που απλώνονταν παντού σκιές του δειλινού και μυριάδες λαού να αναφωνούν κάθε τόσο ‘Αθάνατος!’.

 

Ο θάνατός του, με τρόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ να τον φανταστεί ο ίδιος  και, ενδεχομένως, να μην είχε εγκρίνει, φτάνει να αγγίξει το κοινό στο οποίο ανήκε, όπως πάντοτε υποστήριζε, η ποίησή του: τον ίδιο τον λαό.

 

 

Βιβλιογραφία

 

1.- Ιωάννα Τσάτσου ‘Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, Αθήνα 1980.

2.- Ρόντρικ Μπήτον «Γιώργος Σεφέρης Περιμένοντας τον ΄Αγγελο»,

μετάφραση:Δημήτρης Δασκαλόπουλος, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2003.

3.- Μαρία-Ελευθερία Γιατράκου  ‘Γιώργος Σεφέρης 100 χρόνια από τη γέννησή του,

Αθήνα 2000.

4.- Δ.Ν.Μαρωνίτης ‘Η ποίηση Σεφέρη-Μελέτες και Μαθήματα, εκδόσεις Ερμής

Αθήνα 1984.

5.- Νίκος Ορφανίδης, ‘Η πολιτική διάσταση της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη’

εκδόσεις  Αστήρ, Αθήνα 1985.

6.-  Καραντώνης Α., Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση, εκδ. Παπαδήμας, 1978

7.- Καρβέλης Τ., Η νεότερη ποίηση, εκδ. Κώδικας, Αθήνα 1983.

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *