Ελληνικός Αθλητισμός στη Σμύρνη 1890-1922

Ελληνικός Αθλητισμός στη Σμύρνη 1890-1922

Ανδρέας Μπαλτάς

Ηλεία

 

Περίληψη

 

Η περίοδος αυτή ξεκινάει το 1890 με την ίδρυση του Ορφέα, που αποτελεί τον πρώτο σύλλογο της Σμύρνης που ανέπτυξε συστηματική αθλητική δραστηριότητα και τελειώνει με την καταστροφή της πόλης το 1922. Την περίοδο αυτή παρατηρούμε την άνθιση του ελληνικού σωματειακού αθλητισμού της Σμύρνης, την εισαγωγή του αθλητισμού στην εκπαίδευση και την καθιέρωση αθλητικών θεσμών όπως οι Πανιώνιοι Αγώνες, που τελούνταν σε ετήσια βάση και στους οποίους συμμετείχαν αθλητές όχι μόνο από την περιφέρεια της Σμύρνης, αλλά και από άλλες πόλεις. Ουσιαστική υπήρξε η επίδραση της κοινότητας των Λεβαντίνων στα αθλητικά δρώμενα της πόλης. Η πορεία άνθισης του ελληνικού αθλητισμού στη Σμύρνη συνδέθηκε με  την εξέλιξη της μέσης ελληνικής αστικής τάξης της πόλης και την παρέμβαση των ελληνικών πολιτικών και αθλητικών αρχών όπως ο ΣΕΑΓΣ, καθώς και από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η καταστροφή της Σμύρνης το 1922 έθεσε το οριστικό τέλος του ελληνικού αθλητισμού της πόλης.

 

Εισαγωγή

 

 

Η αθλητική δραστηριότητα που ανέπτυξε η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Σμύρνης από το 1890, χρονιά ίδρυσης του συλλόγου Ορφέα, πατέρα του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου Σμύρνης, έως το 1922, οπότε η Μικρασιατική Καταστροφή τερμάτισε την παρουσία των Ελλήνων στην πόλη, αποτελεί μια σημαντική πτυχή του ελληνικού πολιτισμού της Μ. Ασίας. Η σύνθεση της ιστορίας του ελληνικού αθλητισμού στη Σμύρνη κατά την παραπάνω περίοδο που σας παρουσιάζουμε, βασίστηκε στην έρευνα πρωτογενών πηγών της εποχής όπως εφημερίδες, περιοδικά και αρχεία συλλόγων και φορέων, καθώς και σε βιβλιογραφία που αφορούσε στον μικρασιατικό και νεοελληνικό αθλητισμό γενικότερα. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την πρώιμη φάση ανάπτυξης του νεοελληνικού αθλητισμού εντός και εκτός συνόρων του ελληνικού κράτους, την ίδρυση των πρώτων ελληνικών αθλητικών συλλόγων, τη θεσμοθέτηση αθλητικών κανόνων και γραφειοκρατίας και την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 και 1906 στην Αθήνα.

Η ανάπτυξη του ελληνικού αθλητισμού στη Σμύρνη εξετάζεται στα πλαίσια της εξέλιξης της λεγόμενης «μέσης ελληνικής αστικής τάξης» μετά το 1856. Με βάση την έκδοση του διατάγματος Χάτι Χουμαγιούν και την ψήφιση των Γενικών Κανονισμών την περίοδο 1856 -1860, οι Ρωμιοί απέκτησαν περισσότερες ελευθερίες, πολιτικές, οικονομικές, θρησκευτικές και εκπαιδευτικές και ανέπτυξαν έντονη σωματειακή δραστηριότητα. Η εμφάνιση των μέσων  Ελλήνων αστών στα μικρασιατικά παράλια και στην πόλη της Σμύρνης, που αποτελούσε το σπουδαιότερο οικονομικό και εμπορικό κέντρο της  Μ. Ασίας ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την συνέδεσαν στο άρμα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Καρπός αυτών των εξελίξεων αποτέλεσε και η ανάπτυξη της αθλητισμού των Ρωμιών της Σμύρνης και ευρύτερα της Μ. Ασίας.[1]

Για τις ανάγκες της έρευνάς μας η περίοδος 1890 – 1922 χωρίζεται σε τρείς χρονικές υποπεριόδους που προσδιορίζονται από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και επηρεάζουν την αθλητική δραστηριότητα της ελληνορθόδοξης κοινότητας.

 

Α υποπερίοδος (1890 – 1908)

 

Η πρώτη  υποπερίοδος ξεκινάει το 1890 με την ίδρυση του συλλόγου Ορφέα[2], προπάτορα του Πανιωνίου και φθάνει έως το 1908, οπότε ξεσπά η επανάσταση των Νεοτούρκων. Η υποπερίοδος αυτή εντάσσεται χρονικά στην περίοδο του αντιδραστικού δεσποτισμού που χαρακτηρίστηκε από την απόλυτη μοναρχία του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄.

Την ίδρυση του Ορφέα το 1890, ακολούθησε η σύσταση του Απόλλωνα Σμύρνης το 1891. Αμφότεροι οι σύλλογοι ξεκίνησαν τη λειτουργία τους ως μουσικοί. Στην ίδρυση των μουσικών και γυμναστικών σωματείων της Σμύρνης, διαπιστώνουμε τη σαφέστατη τάση επανασύνδεσης με το αρχαίο ελληνικό παρελθόν και την επιθυμία ανάδειξης των συγχρόνων αθλητικών συλλόγων ως φορείς της συνέχειας της αρχαίας ελληνικής αγωνιστικής.[3] Παρενθετικά να αναφέρουμε, ότι η προσπάθεια προβολής και ανάδειξης της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού αθλητισμού στον χώρο της Μ. Ασίας γίνεται φανερή και από την πραγματεία του Μικρασιάτη κλασικιστή και μουσικού Γεωργίου Δ. Παχτίκου «Ολυμπιακοί Αγώνες εν Βιθυνία» που αναγνώσθηκε το 1893 σε εκδήλωση του Συλλόγου των εν Αθήναις Μικρασιατών «Η Ανατολή». [4] Σε αυτήν ο Παχτίκος αναφερόταν στους αθλητικούς αγώνες που πραγματοποιούνταν στην ιδιαίτερη πατρίδα του , την αρμενόφωνη ελληνορθόδοξη πολίχνη Ορτάκιοϊ της Βιθυνίας, ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου. Σύμφωνα με την πραγματεία, οι νέοι Ορτακιώτες επιδίδονταν σε ιπποδρομίες, πάλη, δρόμο, άλματα, δισκοβολία, ακοντισμό και πυγμαχία. Ο Παχτίκος εντοπίζοντας κοινά στοιχεία της θρησκευτικής πανήγυρης με την τελετουργία των Ολυμπιακών Αγώνων, ονόμασε τις αθλητικές δραστηριότητες «Ολυμπιακούς Αγώνες εν Βιθυνία».

Στην πορεία, μια ομάδα μελών του Ορφέα αποχώρησε από αυτόν το 1893 και προχώρησαν στην ίδρυση του αμιγώς αθλητικού σωματείου Γυμνάσιον. Από την ένωση των  συλλόγων Ορφέα και Γυμνασίου θα προέκυπτε το 1898 ο Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος Σμύρνης. Οι παράγοντες του Γυμνασίου και αργότερα του Πανιωνίου, θεσμοθέτησαν το 1896 τους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης, οι οποίοι θα τελούνταν έως το 1922 δεκαεννέα φορές και θα αποτελούσαν την κορυφαία αθλητική εκδήλωση του μικρασιατικού ελληνισμού. Των Πανιωνίων Αγώνων είχαν προηγηθεί οι αθλητικές εκδηλώσεις των Ευρωπαίων κατοίκων της Σμύρνης, των λεγόμενων Λεβαντίνων, οι οποίοι υπήρξαν αναμφισβήτητα οι πρωτοπόροι του αθλητισμού στη Σμύρνη, εισάγοντας στην πόλη όλες της νέες αθλητικές τάσεις που επικρατούσαν στη Δυτική Ευρώπη. Μέσα σε αυτό το πνεύμα άμιλλας και συναγωνισμού, οι Έλληνες της Σμύρνης θα προβούν στην ίδρυση αρκετών αθλητικών σωματείων όπως ο Όμιλος Ερετών Σμύρνης (1902), που ασχολούνταν με τα ναυταθλητικά αγωνίσματα, ο Πέλοπας Μελαντίας (1906), επίσης προσανατολισμένος κυρίως στα ναυτικά αθλήματα, ο Γυμναστικός και Μουσικός Όμιλος Καρσίγιακά (1906), ο Θησέας Μπουρνόβα (1907), ο Ερμής Μπουρνόβα (1908) κα. Οι αθλητές της ελληνικών αθλητικών σωματείων της Σμύρνης συμμετέχουν στις τοπικές διοργανώσεις της πόλης και της περιφέρειάς της, στους Πανελλήνιους Αγώνες, καθώς υπάγονται οργανικά στον Σύνδεσμο Ελληνικών Αθλητικών και Γυμναστικών Σωματείων, του οποίου ιδρυτικό μέλος από το 1897 υπήρξε το Γυμνάσιο, σε διεθνείς αγώνες όπως οι Παναιγύπτιοι και βέβαια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και 1906 που τελέσθηκαν στην Αθήνα. Η πρώτη συντεταγμένη εμφάνιση Σμυρναίων αθλητών εκτός της πόλης τους συνέβη στα Τήνια του 1895, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις  συμμετοχές και διακρίσεις Σμυρναίων αθλητών νωρίτερα στις Ζάππειες Ολυμπιάδες.

Παράλληλα, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου , εμφανίζεται ιδιαίτερη σωματειακή αθλητική δραστηριότητα σε ολόκληρη τη Μ. Ασία, κυρίως στον παράλιο χώρο της. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον σύλλογο «Ολύμπια» στο Αϊδίνι (1890), τον Μουσικό Όμιλο Βουρλών (1895), την Αγία Καστριανή στην Πέργαμο (1902), τον Γυμναστικό Αιολικό Όμιλο στο Αϊβαλί (1906), τον Σίπυλο Μαγνησίας (1907), τον Ιωνικό Αστέρα στα Σώκια (1908), τον Κόροιβο Αδραμυττίου (1908), την Ελπίδα Αξαρίου (1909), καθώς και τον Γυμναστικό Σύλλογο «Τα Θυάτειρα» στην ίδια πόλη, τον Μαθητικό Γυμναστικό Σύλλογο «Ο Λούης» στην Αττάλεια (1909), τον Γυμναστικό Σύλλογο Πανόρμου κα. Στον Πόντο δέσποζε ο ομώνυμος Ελληνικός Αθλητικός Σύλλογος που είχε ιδρυθεί το 1903 από τους Έλληνες ορθόδοξους μαθητές του Αμερικανικού Κολλεγίου «Ανατόλια» της Μερζιφούντας.

 

Β Υποπερίοδος (1908 – 1919)

 

Η δεύτερη υποπερίοδος  ξεκινάει το 1908, οπότε την εξουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέλαβαν οι Νεότουρκοι και καταλήγει το 1919, όταν η Σμύρνη και η ευρύτερη περιοχή της καταλαμβάνονται από τον ελληνικό στρατό.

Ενώ η επανάσταση των Νεοτούρκων έγινε αρχικά δεκτή με ενθουσιασμό από τους Έλληνες της Σμύρνης, καθώς είχαν πιστέψει στα κηρύγματά τους περί ισοπολιτείας και ισονομίας, γρήγορα διέψευσε τις προσδοκίες τους και το νέο καθεστώς άρχισε να ασκεί ασφυκτικό έλεγχο στη σωματειακή τους δράση.[5] Το ξέσπασμα των Βαλκανικών και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επέδρασαν αρνητικά στον αθλητισμό των Ελλήνων της Σμύρνης, η δραστηριότητα των οποίων περιορίστηκε σταδιακά μόνο στην περιφέρειά της και διακόπηκαν όλες οι επαφές με τα ελλαδικά και άλλα σωματεία εκτός της πόλης. Οι Πανιώνιοι Αγώνες έπαψαν να αποτελούν ένα κοσμοπολίτικο γεγονός και η συμμετοχή των αθλητών περιορίστηκε στα σωματεία της Σμύρνης και της περιφέρειάς της.

 

Γ Υποπερίοδος (1919 – 1922)

 

Η τρίτη υποπερίοδος συμπίπτει με την τριετία 1919 – 1922, οπότε η διοίκηση της Σμύρνης ασκείται από το ελληνικό κράτος και τερματίζεται με την καταστροφή της πόλης και τη φυγή των Ελλήνων κατοίκων της.

Κατά την περίοδο αυτή ο αθλητισμός της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Σμύρνης αποκτά έντονα εθνικά χαρακτηριστικά και συμβολισμούς. Οι παράγοντες των ελληνικών αθλητικών σωματείων επιθυμούν να προσδώσουν στις αθλητικές διοργανώσεις της πόλης πανηγυρικό χαρακτήρα και είναι χαρακτηριστική η διάθεση των στελεχών του Πανιωνίου να ονομάσουν τους Πανιώνιους Αγώνες «Ελευθέρια».[6] Εμπόδιο στους  παραπάνω πόθους των Σμυρνιών αποτέλεσαν αφενός οι ανάγκες του πολεμικού μετώπου, καθώς πολλοί Σμυρναίοι αθλητές κατετάγησαν στον στρατό, ενώ και το γήπεδο του Πανιωνίου είχε επιταχθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφετέρου ο Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης δεν επέτρεπε εκδηλώσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την τουρκική κοινότητα της πόλης. Παράλληλα, στη Σμύρνη αλλά και σε άλλες πόλεις της Μ. Ασίας που φιλοξενούσαν ελληνικά στρατεύματα, διοργανώθηκαν πλείστες αθλητικές δραστηριότητες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος. Η είσοδος των τουρκικών στρατευμάτων στη Σμύρνη και η καταστροφή της πόλης έθεσαν το τέρμα στην παρουσία των Ελλήνων κατοίκων της και στην δραστηριότητα των αθλητικών σωματείων τους, ορισμένα εκ των οποίων συνέχισαν την πορεία τους στην Ελλάδα ως προσφυγικοί πλέον αθλητικοί σύλλογοι.

Μία ιδιαίτερα αξιόλογη πτυχή του ελληνικού αθλητισμού στη Σμύρνη υπήρξε και η αθλητική δραστηριότητα στην εκπαίδευση, όπου δεσπόζει η τέλεση των Ετήσιων Σχολικών Αγώνων, με τη συμμετοχή σχεδόν όλων των σχολείων της πόλης. Οι αγώνες θεσμοθετήθηκαν το 1901 από τον Πανιώνιο και τελούνταν ανελλιπώς έως το 1922. Για τη δράση του αυτή ο Πανιώνιος τιμήθηκε το 1904 κατά το Α’ Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο που συνήλθε στην Αθήνα με το Α΄ Βραβείο.[7]

Τα ελληνικά αθλητικά σωματεία της Σμύρνης ανέπτυξαν έναν ευρύτατο αριθμό ατομικών και ομαδικών  αθλημάτων. Σε αυτό βοήθησε σημαντικά και η πρωτοπόρος, όπως ήδη ελέχθη, ευρωπαϊκή παροικία της πόλης, που εισήγαγε στην πόλη αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο. Ο κοσμοπολιτισμός της Σμύρνης της επέτρεψε να αποτελέσει φορέας όλων των νέων ευρωπαϊκών αθλητικών τάσεων, τις οποίες η μέση ελληνική αστική τάξη υιοθέτησε και ενέταξε στη δραστηριότητα των ελληνικών σωματείων. Εκτός από το ποδόσφαιρο, που εισήγαγαν οι Λεβαντίνοι, στην πόλη κυριαρχούσε ο στίβος, οι λεμβοδρομίες, η ποδηλασία, η κολύμβηση, το volley, το τένις, οι ιπποδρομίες, η σκοποβολή, η οπλομαχία, η ξιφασκία, η υδατοσφαίριση και οι πεζοπορίες.

Το 1898 υπήρχαν στη Σμύρνη και στα προάστιά της τρία στάδια και ποδηλατοδρόμια, του Μπουρνόβα, της Πούντας, που κατασκευάστηκε από τον Γυμναστικό Κύκλο, και της Περαίας (Κορδελιού). Στην μαγευτική περιοχή Παραδείσο του σμυρναϊκού προαστίου Μπουτζά υπήρχε στάδιο, το λεγόμενο Κούρσι, όπου τελούνταν δύο φορές το χρόνο ιπποδρομίες. Στον ίδιο χώρο ο Πανιώνιος ίδρυσε το στάδιό του το 1904.Οι αθλητές του Πανιωνίου από το 1900 γυμνάζονταν σε γήπεδο που είχε ενοικιάσει ο σύλλογος από την γαλλική εταιρία προκυμαιών της Σμύρνης. Παρότι η σύμβαση είχε πολυετή διάρκεια, η εκμισθώτρια εταιρία είχε διατηρήσει το δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση σε περίπτωση πώλησης του γηπέδου. Το 1910, πράγματι η εταιρία έλυσε αυτοδίκαια τη σύμβαση και ο Πανιώνιος απομακρύνθηκε από το χώρο. Οι εκπρόσωποι του συλλόγου Αντώνιος Αρεάλης και Δημητρός Δάλλας απευθύνθηκαν στον άρτι αφιχθέντα στη Σμύρνη μητροπολίτη Χρυσόστομο, ο οποίος, με την ιδιότητα του προέδρου της ορθόδοξης κοινότητας Σμύρνης, εισηγήθηκε στα δύο κοινοτικά σώματα, τη Δημογεροντία και την Κεντρική Επιτροπή, να δωρίσουν στον Πανιώνιο  γήπεδο 105.000 τ. μ., δίπλα στο ελληνικό νεκροταφείο. Την έκταση διεκδικούσε η αγγλική εταιρία σιδηροδρόμων Αϊδινίου, προκειμένου να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις της, προσφέροντας το ποσό των 100.000 χρυσών λιρών. Τελικώς η προσφορά της απερρίφθη και έτσι το 1911 εγκαινιάστηκε το νέο στάδιο του Πανιωνίου.[8]

 

Συμπεράσματα

 

Ο ελληνικός αθλητισμός στη Σμύρνη είναι σαφές ότι διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τον αθλητισμό των άλλων κοινοτήτων της πόλης και απέκτησε τα δικά του χαρακτηριστικά. Καταρχήν, η ένταξη των σμυρναίικων αθλητικών συλλόγων στον Σύνδεσμο Ελληνικών Αθλητικών και Γυμναστικών Σωματείων και η συμμετοχή των Σμυρνιών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες υπό την εποπτεία της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων Σμύρνης, συνέδεσαν  τα  αθλητικά σωματεία της πόλης με τον αθλητισμό του ελληνικού βασιλείου, από το 1897 κιόλας, οπότε το Γυμνάσιον Σμύρνης αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του ΣΕΑΓΣ.

Τα στελέχη των ελληνικών σωματείων που ασκούσαν συνήθως το επάγγελμα του γιατρού, του δικηγόρου, του εκπαιδευτικού, του μηχανικού, του δημοσιογράφου, του εμπόρου ή του βιοτέχνη και προέρχονταν από την λεγόμενη μέση ελληνική αστική τάξη, στελέχωναν  τα συμβούλια των ελληνικών αθλητικών συλλόγων της Σμύρνης και πρωτοστατούσαν στη διεκδίκηση των αθλητικών πρωτείων, τόσο εντός όσο και εκτός Σμύρνης. Η τάξη αυτή, που κατείχε τα ηνία της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Σμύρνης, διατηρούσε άριστες σχέσεις με το ελληνικό προξενείο και τις αθλητικές αρχές του ελληνικού βασιλείου, το οποίο χρηματοδοτούσε τα σωματεία της Σμύρνης, παρακολουθούσε την δραστηριότητά τους μέσω των προξενικών αρχών και παρείχε κάθε διευκόλυνση στο έργο τους.

Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουμε μέσω της συνολικής μελέτης του ελληνικού αθλητισμού στη Σμύρνη από το 1890 έως το 1922 είναι ότι ο ελληνικός αθλητισμός της πόλης απέκτησε διακριτά χαρακτηριστικά σε σχέση με τον αθλητισμό των άλλων κοινοτήτων, ότι η «μέση ελληνική αστική τάξη» υπήρξε ο βασικός φορέας ανάπτυξης του ελληνικού αθλητισμού της Σμύρνης και ότι σταδιακά ο ελληνικός αθλητισμός της πόλης εξέφρασε την ελληνική εθνική ιδεολογία.

Η αθλητική δραστηριότητα των Ελλήνων της Σμύρνης από το 1890 έως το 1922 αποτελεί μέρος μόνο της συνολικής αθλητικής δραστηριότητας των ελληνικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι έως τώρα προσπάθειες καταγραφής της ιστορίας του ελληνικού αθλητισμού της Μ. Ασίας υπήρξαν αποσπασματικές και αφορούσαν πάντοτε σε ξεχωριστές περιοχές και πόλεις ή σε μεμονωμένους συλλόγους. Η συνολική ιστορική καταγραφή του ελληνικού αθλητισμού της Μ. Ασίας και της Κωνσταντινούπολης αποτελεί μια σημαντική ερευνητική πρόκληση για το μέλλον.

Πηγές – Βιβλιογραφία

 

Αναγνωστοπούλου Σία, Μικρά Ασία 19ος αι. – 1919, Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.

 

Koulouri Christina, From Antiquity to Olympic Revival: Sports and Greek National Historiography (Nineteenth-Twentieth Centuries), The International Journal of the History of Sports, Vol. 27,  No. 12, August 2010, 2014-2052.

 

Μαμώνη Κυριακή – Ιστικοπούλου Λήδα, Σωματειακή οργάνωση του ελληνισμού στη Μικρά Ασία (1861-1922), Αθήνα 2006.

 

Μανιτάκης Παύλος, 100 χρόνια νεοελληνικού αθλητισμού (1830-1930), Αθήνα 1962.

Παχτίκος Γεώργιος, Ολυμπιακοί Αγώνες εν Βιθυνία, Αθήναι 1893.

 

Σολομωνίδης Χρήστος – Λωρέντης Νίκος, Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος, Αθήνα 1967.

Σολομωνίδης Χρήστος, Χρυσόστομος Σμύρνης, Αθήνα 1971.

 

Ανέκδοτες πηγές

Αρχείο Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Κ. Μαμώνη – Λ. Ιστικοπούλου, Σωματειακή οργάνωση του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία  (1861-1922), Εστία, Αθήνα 2006, σελ. 13.

[2] Χ. Σολομωνίδης – Ν. Λωρέντης, Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος, Αθήνα 1967, σελ. 19.

[3] Βλ. Chr. Koulouri, From Antiquity to Olympic Revival: Sports and Greek National Historiography

    (Nineteenth-Twentieth Centuries), The International Journal of the History of Sports, Vol. 27,

No. 12, August 2010, 2014-2052.

 

 

[4] Γ. Δ. Παχτίκος, Ολυμπιακοί Αγώνες εν Βιθυνία, Αθήναι 1893.

[5] Σ. Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία 19ος αι.-1919, Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες, Ελλ. Γράμματα,

Αθήνα 1998, σελ. 460.

[6] Επιστολή Πανιωνίου προς τον Πανελλήνιο, 18 Ιουνίου 1919, Αρχείο Πανελλήνιου Γ. Σ.

 

[7] Π. Μανιτάκης, 100 χρόνια Νεοελληνικού Αθλητισμού 1830-1930, Αθήνα 1962, σ. 140.

 

[8] Χ. Σολομωνίδης, Χρυσόστομος Σμύρνης, Αθήνα 1971, σελ. 168-170.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *