Ιστορικές Μνήμες από την Ανατολική Θράκη

 

 

ΘΕΜΑΤΙΚΗ: Ιστορικές Μνήμες από την Ανατολική Θράκη

Έναρξη ομιλίας

Ἀνταπόκριση τοῦ Μέλβιλ Τσάτερ στό μηνιαῖο εἰκονογραφημένο περιοδικό «National Geographic Magazine,» Νοέμβριος 1922, Οὐάσινγκτον.

 

Στίς 23 Σεπτεμβρίου, μία συμμαχική ἀπόφαση ἀπέδωσε πάλι στούς νικητές Τούρκους τήν Ἀνατολική Θράκη, τήν ὁποία εἶχε προσαρτήσει ἡ Ἑλλάδα μέ τήν ὑπογραφή τῆς Συνθήκης τῶν Σεβρῶν. Αὐτή ἡ τριγωνική»πίσω αὐλή τῆς Κωνσταντινούπολης», ἁπλώνεται στά δυτικά μετά ἀπό 25 μίλια ἔξω ἀπό τήν Πόλη μέχρι τόν ποταμό Ἕβρο καί κατοικεῖται ἀπό 600.000 Ἕλληνες καί Τούρκους ἀγρότες σέ περίπου ἴσους ἀριθμούς.

 

Ανακοινώσεις πού πληροφοροῦσαν γιά διορία ἑνός μηνός γιά τήν ἀποχώρηση τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων καί τήν εἴσοδο τῆς τουρκικῆς χωροφυλακῆς, ἀναρτήθηκαν γιά νά προλάβουν τή δημιουργία πανικοῦ.

 

Ὁ πανικός, ὅμως, ἦταν ἤδη παρών, τόσο ἀκατανίκητος ὅσο καί αὐτός πού ἐκδηλώθηκε στή Σμύρνη. Μέσα σέ μία ἑβδομάδα, οἱ Ἕλληνες τῆς Θράκης εἶδαν τόν Ἑλληνικό Στρατό νά ξηλώνει τίς κατασκηνώσεις τους καί νά βαδίζει πρός τή Δύση.

 

«Θ γυρσετε πσω;» ρωτοῦσαν οἱ ἀγρότες γεμᾶτοι ἀνησυχία.

«χι«, ἦταν ἡ ἀπάντηση.

Ἔτσι, μέσα σέ μία ὥρα, χωριά ὁλόκληρα εἶχαν ἐρημωθεῖ. Τά κινητά ἀγαθά τῶν σπιτιῶν τους καί σάκκοι γεμᾶτοι σπόρους σταριοῦ φορτώθηκαν στά κάρα, τά βόδια ζεύτηκαν καί οἱ μικρές κοινότητες τράβηξαν πρός τή Δύση, μακρυά ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη.

Ἀπό χωριό σέ χωριό, ἡ θέα τοῦ στρατοῦ πού ἔφευγε, συγκλόνισε τίς γυναῖκες πού ἄλεθαν καί τούς ἄντρες πού λίχνιζαν μέ πάντα τήν ἴδια ἀντίδραση: τήν ἐγκατάλειψη τῆς ἀσχολίας τους, τό πέταγμα τῶν ἐργαλείων τους καί τό βιαστικό φόρτωμα τῶν κάρων γιά ἀναχώρηση πρός τά δυτικά.

Πολλές φορές κάποιος ντόπιος κρατικός ὑπάλληλος προσπάθησε νά τούς συγκρατήσει: «Γυρστε πσω!Μαζψτε τ σοδει σας! χουμε κμη να μνα καιρ!»

Ἡ ἀπάντηση ἦταν πάντα ἡ ἴδια μοιρολατρική καί τελεσίδικη:

«χι, λα χθηκαν! Πρπει ν πμε στν παλι λλδα! »

 

Τό μήνυμα ἔφτασε παντοῦ, σ’ ὅλη τήν πεδιάδα, ἡ φυγή ἄρχισε, τά ἀτελείωτα καραβάνια ἄρχισαν νά σχηματίζονται. Ψηλά ὁ οὐρανός ἔγινε μαῦρος. Μία ἐπίμονη βροχή ἄρχισε νά πέφτει, πλημμυρίζοντας τούς δρόμους καί γεμίζοντας λάσπες τά χωράφια, καθώς ἡ τεράστια χριστιανική Ἔξοδος πρός τήν Ἑλλάδα ἄρχισε νά κινεῖται ἀργά.

 

Στή Ραιδεστό, 28.000 πρόσφυγες κατέβηκαν ἀπό τά ὀρεινά γιά νά κατασκηνώσουν στήν ἀνεμοδαρμένη ἀκτή καί περιμένουν ἐκεῖ τά πλοῖα τῆς σωτηρίας στά πρόθυρα τοῦ λιμοῦ, ἐνῶ στά ἔρημα χωριά τους ἡ σοδειά σαπίζει μέσα στά χωράφια.

 

Πάνω ἀπό 60.000 πρόσφυγες πέρασαν μέσα ἀπό τήν Ἀδριανούπολη τίς πρῶτες ἕξη μέρες. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ βιασύνη πού ἀκολούθησε τίς φῆμες τῆς καταστροφῆς, οὔτε ὅσοι βρίσκονταν κοντά στήν Κωνσταντινούπολη ἔβλεπαν σ’ ὅλη τους τήν πορεία δυτικά μόνο κινούμενα καραβάνια καί ἄδεια χωριά, ὅπου σέ λίγες ἡμέρες πεινασμένα σκυλιά καί γᾶτες κατασπάραζαν τά ψοφίμια.

 

Οἱ ἄντρες καί οἱ γυναῖκες πού προπορεύονταν πασχίζοντας νά μετακινήσουν τά κολλημένα στή λάση κάρα, ἦταν ὁπλισμένοι. Χιλιάδες κομιτατζῆδες καραδοκοῦσαν γιά νά κυνηγήσουν, νά γυμνώσουν καί νά σκοτώσουν τούς πρόσφυγες. Συχνά ἕνα ἁμάξι ἔφτανε στό Δεδέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη) μέ τή γυναίκα νά τό ὁδηγεῖ καί τόν ἄνδρα νεκρό πάνω στά σακκιά μέ τό σιτάρι.

 

Μέρα–νύχτα, ἀλλά πάντα πρός τήν ἴδια κατεύθυνση, τό πλῆθος τῶν προσφύγων, πού τίς πρῶτες δώδεκα ἡμέρες ἔφτασε τίς 180.000, βάδιζε ἀργά πρός τά ἕλη στόν ἀπειλητικά φουσκωμένο Ἕβρο.

 

Γιά λίγες ὧρες τά κατάκοπα βόδια ἐγκαταλείπουν τίς προσπάθειες καί ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια προσπαθεῖ νά κοιμηθεῖ ψάχνοντας γιά ζεστασιά πάνω στήν κοιλιά τοῦ βοδιοῦ πού ἀχνίζει. Τήν ἴδια ὥρα μέ σφυρίγματα καί ἀστραπές ἀπό τά φῶτα του, τό πολυτελές «‘Εξπρές Ὄριαν», διακρίνεται στόν ὁρίζοντα. Κατόπιν, ἡ ἀργή σάν τῆς χελώνας κίνηση τῶν καταλασπωμένων κάρων καί τῶν κουρασμένων βοδιῶν ἐξακολουθεῖ πρός τόν Ἕβρο προτοῦ ἡ βροχή τόν κάνει ἀδιάβατο.

 

Ἀπό τίς ὄχθες τοῦ Ἕβρου, ὅπου οἱ δρόμοι καταλήγουν στή γέφυρα τοῦ Κάραγατς, ἤ ἀπό τά μπαλκόνια πού βλέπουν πρός τόν Ἕβρο, μπορεῖ κανείς νά δεῖ τήν τελευταία φάση τῆς φυγῆς˙ τή μέρα μέ τό φῶς, τήν ἀπέραντη πεδιάδα πού πάνω της ξετυλίγεται τό ἀτελείωτο φίδι ἀπό τήν Ἀνατολή πρός τή Δύση, τή μεγάλη γκρίζα πομπή μουσκεμένη ἀπό τή συνεχή βροχή…˙ τή νύχτα τήν ταλαντευόμενη γραμμή τῶν φαναριῶν πάνω στό κατάμαυρο χάος, πού γύρω τῆς σηκώνονται τά μουγκρητά τῶν βοδιῶν, ἐνῶ ἀκούγονται τά ἀπότομα σφυρίγματα τῶν μαστιγίων, ὁ μονότονος ἦχος τῆς βροχῆς καί τά χιλιάδες τριξίματα ἀπό τούς ξύλινους τροχούς πού τρίβονται στούς ἄξονες τῶν κάρων.

Καί ἔτσι, 300.000 ψυχές πέρασαν τόν φουσκωμένο Ἕβρο καί διασκορπίστηκαν στή δυτική ὄχθη του.

 

«Μιά σιωπηλή, τρομακτική πομπή». νταπόκριση το ρνεστ Χεμινγκγουαίη «μερήσιος στήρ το Τορόντο». 
7
κτωβρίου 1922

ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ – Σέ μιά ἀτέλειωτη πορεία πού συγκλονίζει ὁ χριστιανικός πληθυσμός τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης συνωστίζεται στούς δρόμους πού ὁδηγοῦν πρός τή Μακεδονία. Ἡ κύρια μάζα, πού περνᾶ τόν Ἕβρο ποταμό στήν Ἀδριανούπολη, ἁπλώνεται σέ μῆκος σαράντα χιλιομέτρων. Σαράντα χιλιόμετρα ἀπό κάρα πού σέρνουν ἀγελάδες, νεαροί ταῦροι καί λασπωμένα βουβάλια γεμᾶτα μέ ἐξαντλημένους, σαστισμένους ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά. Σκεπάζονται μέ κουβέρτες πάνω στά κεφάλια τους καί προχωροῦν σάν τυφλοί κάτω ἀπ’ τή βροχή δίπλα στά ἐγκόσμια ἀγαθά τους.
Αὐτός ὁ ἀπρόσωπος ποταμός στραγγίζει ὅλη τή γύρω χώρα. Δέν γνωρίζουν ποῦ πηγαίνουν. Ἐγκατέλειψαν τά χωράφια τους, τά χωριά τους, τά γεμᾶτα καρπό καφετιά χώματά τους καί ἑνώθηκαν μέ τό ποτάμι τῶν φυγάδων ἀκούγοντας γιά τόν ἐρχομό τῶν Τούρκων. Τώρα δέν μποροῦν παρά μόνο νά κρατοῦν τή σειρά τους στήν τρομακτική πομπή, καθώς τό κατάλασπωμένο ἑλληνικό ἱππικό τούς συγκρατεῖ μαζί, ὅπως οἱ ἀγελαδάρηδες τό κοπάδι τους.
Εἶναι μία σιωπηλή πομπή. Δέν ἀκούγεται οὔτε βογγητό. Ὅ,τι μποροῦν νά κάνουν εἶναι μόνο νά περπατοῦν. Οἱ φανταχτερές χωριάτικες στολές τους εἶναι μούσκεμα καί στάζουν. Κότες φτερουγίζουν πηδῶντας ἀπό τά κάρα. Μικρά μοσχάρια μουγγανίζουν προσπαθῶντας νά φτάσουν τό νερό μέσα στό συνωστισμό κοντά σέ κάποιο ρυάκι. Ἕνας γέρος βαδίζει σκυφτός κουβαλῶντας ἕνα μικρό γουρουνάκι, ἕνα ὅπλο καί ἕνα δρεπάνι, πού πάνω του ἔδεσε μία κότα. Ἕνας ἄνδρας ἁπλώνει μία κουβέρτα γιά νά προφυλάξει ἀπό τή βροχή τή γυναίκα πού κρατάει τά γκέμια στό κάρο. Εἶναι οἱ μόνοι πού κάνουν κάποιο θόρυβο. Ἡ μικρή κόρη τους τούς κοιτᾶ μέ ἀγωνία καί ἀρχίζει τά κλάματα. Ἔτσι, ἡ πομπή συνεχίζεται.
Τουλάχιστον στήν Ἀδριανούπολη, πού διασχίζει τό κύριο ρεῦμα τῶν προσφύγων, ὑπάρχει ὁ Ἐρυθρός Σταυρός. Βοηθοῦν πολύ, ἰδίως στή Ραιδεστό στήν ἀκτή, ἀλλά λίγους μποροῦν νά βοηθήσουν.
Μόνο ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη θά μεταφερθοῦν 250.000 πρόσφυγες. Τά βουλγαρικά σύνορα εἶναι κλειστά γι’ αὐτούς. Ὑπάρχουν μόνο ἡ Μακεδονία καί ἡ Θράκη γιά νά δεχθοῦν τούς φυγᾶδες τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Τούρκων στήν Εὐρώπη. Ἤδη στή Μακεδονία βρίσκονται μισό ἑκατομμύριο πρόσφυγες. Κανείς δέν γνωρίζει πῶς θά ἐπιβιώσουν. Τόν ἄλλο μῆνα ὁ χριστιανικός κόσμος θά ἀκούσει τήν κραυγή «Διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν.»

 

Τα ιστορικά γεγονότα & η εγκατάλειψη

Η 14η Σεπτεμβρίου, είναι η επέτειος της καταστροφής της Μ. Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Έχει ανακηρυχθεί ημέρα περισυλλογής και μνήμης των αξέχαστων πατρίδων (1914-1924), όπου τα αθεράπευτα τραύματα της γενιάς του πολέμου, της βίας, της αδικίας, του πόνου και του ξεριζωμού στάζουν ακόμη σήμερα…

Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922 είναι μια από τις πλέον άγνωστες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας που διαδραματίστηκε, μετά την Καταστροφή της Σμύρνης  και είναι αποτέλεσμα και επακόλουθό της..  Ίσως είναι καιρός να μιλήσουμε και για τη Θρακική Καταστροφή η οποία παραμένει άγνωστη, ανεξήγητη και κυριολεκτικά αδικαιολόγητη κυρίως από την ιστορία που διδάσκεται στα σχολικά βιβλία.

Η Ανατολική Θράκη ήταν τότε μια περιοχή μεγάλης εγκατάστασης ελληνικού πληθυσμού, που περιλάμβανε την Κωνσταντινούπολη, την Ανδριανούπολη, τη Ραιδεστό  και όλη την σημερινή Ευρωπαϊκή Τουρκία. Την εποχή εκείνη η Κωνσταντινούπολη ήταν έδρα του ισλαμικού Χαλιφάτου και παράλληλα η  μεγαλύτερη, τότε, ελληνική πόλη.

Η Ανατολική Θράκη, εκτός από την Πόλη και την παραθαλάσσια ζώνη των Στενών που πέρασε σε βρετανικό έλεγχο, ενώθηκε με την υπόλοιπη Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών, οι δε κάτοικοί της ψήφισαν και στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920.

Να δούμε ακροθιγώς τι συνέβη. Η Μεγάλη Βρετανία, –άτυπη σύμμαχος των Ελλήνων– που βασιζόταν στην ασπίδα του Ελληνικού Στρατού για την κάλυψη των Στενών, της Κωνσταντινούπολης και της ουδέτερης ζώνης που κατείχε στη Μικρά Ασία, φάνηκε αμέσως μετά την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τους Έλληνες, να επιδιώκει σαφώς, στην αρχή, την ανασυγκρότηση του Ελληνικού Στρατού. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση του Λόυδ Τζωρτζ, με πρωτοστατούντα τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ετοιμάζονταν για πολεμική σύγκρουση με την κεμαλική Τουρκία. Αντίθετα οι Γάλλοι, σε ανοικτή ρήξη προς τους Άγγλους, είχαν εκχωρήσει την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους, ακόμη και πολύ πριν τον Αύγουστο του 1922.

Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1922 εκδηλώθηκε κρίση στις αγγλογαλλικές σχέσεις. Η Γαλλία διαχώρισε τη θέση της και υποστήριξε την απαίτηση των Τούρκων για προσάρτηση στην Τουρκία της Ανατολικής Θράκης και των Στενών, την οποία θα έκαναν ουδέτερη ζώνη.

Τότε, η διάσταση στις γνώμες των Βρετανών ιθυνόντων και απροθυμία της αγγλικής κοινής γνώμης και των αποικιών για πολεμική εμπλοκή με τους Τούρκους, οδήγησαν, μαζί με την αφόρητη πίεση της Γαλλίας, στην απόφαση των Συμμάχων να εκκενωθεί από τους Έλληνες η Ανατολική Θράκη και να παραδοθεί στην Τουρκία ως αμοιβή για την προσέγγισή της στους Συμμάχους. Η θετική διάθεση ορισμένων Άγγλων προς τους Έλληνες, όπως αυτή του Λόυδ Τζωρτζ και του λόρδου Κώρζον, δεν ενισχύθηκε από τη μαχητικότητα, την τόλμη και την αποφασιστικότητα των Ελλήνων που, δυστυχώς, δεν υπήρξαν.

Η απόφαση για την εκκένωση της Θράκης επικυρώθηκε από τους Συμμάχους στις 9.9.1922 μετά από θυελλώδεις συσκέψεις τριών ημερών στο Παρίσι. Οι παρακλήσεις του Βενιζέλου αντιμετωπίστηκαν την επαύριο παγερά από τον Γάλλο Πουανκαρέ.

Στο εύλογο ερώτημα του Λόρδου Κώρζον: “Ποιός θα υποχρεώσει τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη;”, απάντησαν οι ίδιοι οι Έλληνες. Η Ανατολική Θράκη εγκαταλείφθηκε εθελόδουλα, ώστε να μην βρεθεί η Μεγάλη Βρετανία στη δυσάρεστη θέση να συγκρουσθεί με την Τουρκία.

Παραμένει το γεγονός ότι ο τουρκικός στρατός δεν ήταν σε θέση να διαπλεύσει την Προποντίδα και να επιτύχει την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική δύναμη και η δύναμη πυρός των ελληνικών θωρηκτών ήταν σημαντική με τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Υπήρχε επίσης και μία στρατηγική συνιστώσα στο να αρνηθούν οι Έλληνες να εκκενώσουν την Ανατολική Θράκη. Μία τέτοια κατάσταση έφερνε αμέσως σε ευθεία αντιπαράθεση τους Συμμάχους με την Τουρκία κα  το λιγότερο που θα κέρδιζαν οι Έλληνες ήταν πολύτιμος χρόνος.

Η διάβαση των Τούρκων από τον Βόσπορο ή τον Ελλήσποντο, που κατείχαν με ασθενείς δυνάμεις οι Άγγλοι, σήμαινε Αγγλο-Τουρκική σύγκρουση, κάτι που εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας. Βρισκόταν δηλαδή η νικημένη Ελλάδα σε θέση που της έδινε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μία αγγλική ασπίδα και να αποφύγει νέα σύγκρουση με τους Τούρκους. Βέβαια, η ηττημένη χώρα δεν φαινόταν να έχει τις οικονομικές δυνατότητες για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει ότι λαοί που είναι αποφασισμένοι και θέλουν να επιβιώσουν βρίσκουν τα μέσα για να αντισταθούν.

Στη διάσκεψη των Μουδανιών, που οργανώθηκε από τους Συμμάχους για τη σύναψη της ανακωχής, (20 έως 28.9.22), η Ελλάδα έπαιξε τον ρόλο βωβού παρατηρητή στον οποίο ανακοινώθηκαν οι εις βάρος του όροι, ωσάν οι Σύμμαχοι να ήσαν πραγματικά οι εμπόλεμοι με την Τουρκία. Ο σκοπός της διάσκεψης ανακωχής των Μουδανιών ήταν: οι Έλληνες θα έπρεπε να αποσυρθούν από την Ανατολική Θράκη. Το αντάλλαγμα εκ μέρους των Τούρκων ήταν ο σεβασμός της ουδέτερης συμμαχικής ζώνης και των Στενών μέχρι την τελική Διάσκεψη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και των Τούρκων. Οι Έλληνες εκλήθησαν στα Μουδανιά για να αποδεχθούν τα σε βάρος τους τετελεσμένα γεγονότα.

Η διάσκεψη άρχισε χωρίς τους Έλληνες, που δεν είχαν ακόμη φθάσει, με κύρια συζήτηση τη γραμμή που θα αποσύρονταν οι Έλληνες. Οι Έλληνες, απλώς προσήλθαν την επαύριο για να τους ζητηθεί να προσυπογράψουν ό,τι οι άλλοι αποφάσισαν εις βάρος τους. Η άλλη θλιβερή διαπίστωση είναι ότι οι Γάλλοι και οι Ιταλοί φέρονταν ως σύμμαχοι της Τουρκίας, με μόνον τους απαυδημένους Άγγλους να διαπραγματεύονται, παρεμπιπτόντως τα συμφέροντα της Ελλάδας.

Στις 25.9.1922 ο Βενιζέλος τηλεγράφησε από το Παρίσι : “Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι’ Ελλάδα”, και “ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσι την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν, αυτοί και πρόγονοί των”. Ήταν ακόμη μία από τις εθνικές εκκαθαρίσεις του 20ου αιώνα, παρ’ όλο που το πρωτόκολλο της Ανακωχής των Μουδανιών αφορούσε μόνο την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό και όχι από τον ελληνικό πληθυσμό.

Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης σήμαινε τη μετακίνηση των 260.000 Θρακών προσφύγων με την οικοσκευή τους και μέρος της σοδειάς τους, όπως και την αποχώρηση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι τον προηγούμενο μήνα, με την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας, είχαν καταφύγει στη Θράκη. Μετακινήθηκαν επίσης Αρμένιοι, Κιρκάσιοι και Τούρκοι αντικεμαλικοί των οποίων ο αριθμός δεν είναι γνωστός. Τη μετακίνηση συμπλήρωσε η αποχώρηση 70.000 περίπου στρατιωτών της Στρατιάς Θράκης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν δυτικά του Έβρου. Μαζί και τελευταίοι αποχώρησαν οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι και η ελληνική χωροφυλακή. Κατά τις είκοσι ημέρες της εκκένωσης της Θράκης δηλαδή, μετακινήθηκαν προς δυτικά πάνω από 400.000 άτομα. Οι μετακινήσεις έγιναν με τραίνα, με πλοία και οδικώς με κάρα, τα οποία ήταν τότε διαθέσιμα στη Θράκη. Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης είχε ολοκληρωθεί το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1922.

Έτσι έγινε αποδεκτή η συμφωνία των Μουδανιών και τα μεσάνυχτα της 1ης/14ης Οκτωβρίου 1922 ο ελληνικός στρατός άρχισε να αποχωρεί από την Ανατολική Θράκη, ακολουθούμενος από 300.000 νέους πρόσφυγες. Η Ελλάδα δεν έκανε ούτε το ελάχιστο για να διατηρήσει τον έλεγχό της σ’ αυτή την βασική περιοχή του ελληνισμού. Η παράδοση της Ανατολικής Θράκης, μαζί και των νησιών Ίμβρου και Τενέδου, αποτελεί μια από τις πλέον σιωπηλές και γκρίζες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

 

Μαρτυρα Δωροθας Δημητρίου Μαυρδη, 93 τν, π τ Ραιδεστ, θνα 1984

Ἕνα πρωϊνό, ὁ πατέρας μᾶς εἶπε ὅτι ἔσπασε τό μέτωπο. Γινόταν πολύ μεγάλο κακό στή Μικρά Ἀσία. Σέ μερικές μέρες γέμισε τό λιμάνι τῆς Ραιδεστοῦ μέ πλοῖα πού ξεφόρτωναν στήν παραλία χιλιάδες στρατιῶτες καί πρόσφυγες. Τόσοι πολλοί ἦταν, πού στήν παραλία δέν μποροῦσες νά περπατήσεις. Ὅλοι ἦταν σέ κακή κατάσταση, σέρνονταν στά σοκάκια καί ἀνέβαιναν στό ὕψωμα μέχρι τό σπίτι μας. Ἡ μητέρα ἄνοιξε τήν πόρτα μας καί ὁ μικρός μας κῆπος γέμισε ἀνθρώπους πού ζητοῦσαν νερό. Ἀπό τό πηγάδι μας ἀνεβάζαμε κουβάδες μέ νερό καί τούς τό δίναμε νά ξεδιψάσουν. Στό σπίτι μας τό βράδυ ἔμειναν ἀξιωματικοί. Ἦταν παραζαλισμένοι καί μουδιασμένοι.
Ἐκεῖνες τίς μέρες ἀκούγαμε ἕνα σωρό φοβερά πράγματα. Ἄλλοτε λέγαν πώς θά πᾶμε στήν Κωνσταντινούπολη, ἄλλοτε ὅτι ἔρχονται οἱ Τσέτες τοῦ Κεμάλ νά μᾶς σφάξουν. Εὐτυχῶς, ὁ μεγάλος μου ἀδελφός ἦρθε ἀπό τήν Ἀδριανούπολη πού ἦταν στρατιώτης καί ήμασταν ὅλοι μαζί. Τέλος, μία μέρα ἔγινε γνωστό πώς ἔπρεπε νά φύγουμε. Ἀπό τά γύρω χωριά ἄρχισαν οἱ χωριάτες νά καταφθάνουν στή Ραιδεστό μέ τά κάρα του γεμᾶτα μέ τά πράγματά τους.

Επικράτησε τό αδιαχώρητο. Ἐμεῖς μαζεύαμε τά πράγματά μας σέ δέματα. Δέν ξέραμε ποῦ νά πᾶμε. Ὁ πατέρας, πού ἦταν ἔμπορος, εἶπε στήν ἀρχή νά πᾶμε μέ καράβι στήν Κωνστάντζα τῆς Ρουμανίας. Ἐκεῖ, ἡ δουλειά του, τοῦ εἶπαν, πώς εἶχε πέραση. Τά δύο ἀδέλφια μου θέλαν νά πᾶμε στήν Ἑλλάδα, στήν Ἀθήνα. Ἀκούσαμε, ὅμως, ὅτι η Ἀθήνα ἦταν γεμάτη πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τί θά γινόμαστε; Στό τέλος ὁ θεῖος μας, πού θά πήγαινε στή Δράμα, μᾶς ἔπεισε καί πήραμε τό καράβι γιά τήν Καβάλα. Εἶχε δουλειές στή Δράμα καί γνώριζε τόν τόπο καί ὅπως μᾶς εἶπε ἡ Καβάλα ἦταν καλή πόλη καί ἔμοιαζε μέ τή Ραιδεστό. Ἐγώ σκέφθηκα ὅτι ἦταν κοντά καί θά μπορούσαμε νά γυρίσουμε.
Φορτώσαμε τά πράγματά μας καί κλείσαμε θέσεις στό καράβι. Τά κοσμήματά μας καί τίς λίρες πού εἴχαμε, τά ράψαμε σέ ζῶνες καί τά φορέσαμε πάνω μας. Κατεβαίνοντας πρός τήν παραλία, ὅπως φεύγαμε ἀπό τό σπίτι μας, μ’ ἔπιασαν τά κλάματα. Γύρισα πίσω στόν δρόμο μέσα ἀπό τήν Παναγία τή Φανερωμένη καί κοίταξα τό σπίτι μας. Κάποιος εἶχε μπεῖ μέσα καί ξήλωνε τούς μουσαμάδες (οι Τούρκοι) . Ὁ μικρός μου ἀδελφός ἔτρεξε καί μέ πῆρε.
Ὁ οὐρανός ἦταν γεμᾶτος σύννεφα καί ἡ θάλασσα ταραγμένη. Τά πλοῖα στό λιμάνι σκαμπανεύαζαν καί χτυποῦσαν τό ἕνα τό ἄλλο. Τό ταξίδι μας ἦταν δύσκολο.
Στήν Καβάλα μᾶς βγάλαν στήν παραλία στό λιμάνι, πού ἦταν γεμᾶτο κόσμο σάν καί μᾶς. Καθίσαμε δίπλα στά πράγματά μας καί περιμέναμε. Τ’ ἀδέλφια μου φύγαν νά βροῦν τόπο νά κοιμηθοῦμε. Ποῦ θά μέναμε; Τί θά γινόμαστε στό ξένο αὐτό μέρος; Ὁ θεῖος μου πῆρε ἅμαξα καί τράβηξε γιά τή Δράμα.

Μετά ἀπό πολλές ὧρες ἕνας καθώς πρέπει κύριος μᾶς πῆρε στό σπίτι του στόν Ἅι-Γιάννη. Εἶχαν ἐπιτάξει τό σπίτι του. Μᾶς εἶδε σχετικά καλοντυμένους καί μᾶς διάλεξε λέγοντας ὅτι εἴμαστε συγγενεῖς του, γιά νά ἀποφύγει νά τοῦ βάλουν στό σπίτι κανένα χωριάτη ἤ ἄξεστο.
Ἀπό τήν ἄλλη μέρα τά ἀδέλφια μου ἄρχισαν νά προσπαθοῦν νά βροῦν δουλειά. Μέ τά λεφτά πού εἴχαμε μαζί μας ἔκαναν ἐμπόριο. Τά χρόνια ὅμως ἦταν δύσκολα καί ἀναγκάστηκαν νά γίνουν ὑπάλληλοι. Κανείς δέν χάνεται.
Μετά ἀπό μερικά χρόνια μᾶς διώξαν πάλι οἱ Βούλγαροι. Εὔχομαι αὐτά πού τραβήξαμε νά μήν τά περάσει κανείς. Ἀπό μωρό παιδί θυμᾶμαι τή μάνα μας νά ἔχει ἕτοιμο κάθε βράδυ ἕνα τορβά μέ κάλτσες, ἐσώρουχα καί τά ἀναγκαῖα μή τύχει καί τή νύχτα μᾶς πάρουν. Ἀπό τά τέσσερα ἀδέλφια μου ἔζησαν καί ἦρθαν στήν Ἑλλάδα τά δύο. Ἐγώ δέν παντρεύτηκα. Ὁ μεγάλος μου ἀδελφός ἔμεινε κι αὐτός ἄγαμος γιά νά μέ προστατεύσει. Μόνο ὁ μικρός παντρεύτηκε, ἀλλά κι αὐτός ἄργησε. Ἔτσι ἡ οἰκογένειά μας συνεχίστηκε.

 

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *