Εκκλησίες και μοναστήρια της Χριστιανοσύνης στην Μικρά Ασία

Εκκλησίες και μοναστήρια της Χριστιανοσύνης στην Μικρά Ασία

Βασιλείου Κωνσταντινίδη

Εκπαιδευτικός,περιηγητής

Η ύπαρξη Ελληνόφωνων Ιουδαίων στην Παλαιστίνη υπήρξε  η απαρχή της συνάντησης του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό. Αργότερα η εγκατάσταση του Ευαγγελιστή Ιωάννη και οι περιοδείες του Αποστόλου Παύλου στην Μικρά Ασία, συνετέλεσαν ώστε το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων της περιοχής να ασπαστεί τον Χριστιανισμό. Μέχρι τον 2ο μ.Χ. αιώνα δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι λατρευτικοί χώροι και μόνον μετά τον 3ο αιώνα και κυρίως μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο δημιουργούνται οριστικά χώροι λατρείας – οι εκκλησίες. Η ελληνιστική τέχνη είναι το πρότυπο της ανάπτυξης της αντίστοιχης χριστιανικής, τόσο στην ναοδομία, όσο στην γλυπτική και την ζωγραφική. Αυτή η τέχνη στο πέρασμα των αιώνων θα παρακολουθήσει εξελικτικά τα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που θα συμβούν στην περιοχή (Εικονομαχία, Εμφάνιση των Τούρκων, Άλωση, Παλιγγενεσία, Μικρασιατική Καταστροφή). Σήμερα ελάχιστες εκκλησίες διασώζονται στην αρχική τους μορφή, που μαρτυρούν όμως το μεγαλείο του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού σ’ όλη την Μικρά Ασία.

 1. Εισαγωγή

Μετά την Σταύρωση του Ιησού στην Παλαιστίνη εμφανίζονται δίπλα στους Δώδεκα Αποστόλους και «Επτά Διάκονοι» με ονόματα ελληνικά. Αυτό αποδεικνύει ότι πρόκειται για την ύπαρξη μιας αξιόλογης ομάδας ελληνοφώνων στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων. Απ’ αυτούς ξεχωρίζουν οι Στέφανος και ο Φίλιππος. Σε ομιλία του ο Στέφανος που σώζεται στις πράξεις (7,2 κ.εξ) και που οδηγεί τελικά στο μαρτύριό του με λιθοβολισμό, διαφαίνεται η ενδιαφέρουσα θεολογική σκέψη ότι «ο ύψιστος ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί» με την τάση ότι πρέπει να αποκοπεί η λατρεία του Χριστιανισμού από τον Ιουδαϊσμό, επειδή ο τελευταίος αποδεχόταν την λατρευτική χρήση του Ιουδαϊκού ναού (Ιστορία Ελληνικού Έθνους 1979: Τόμος ΣΤ΄ σελ. 528). Έτσι την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ. οι προσηλυτισμένοι στον Χριστιανισμό Ελληνιστές Ιουδαίοι που κατά τις πηγές ήταν 3.000, πλήρωσαν με πολύ σκληρό τρόπο την επαναστατική τους θεωρία. Διώκονται από το καθεστώς και ταυτόχρονα πηγαίνοντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις ανοίγουν πρώτοι τον ιστορικό δρόμο του Χριστιανισμού, ενώ αντιθέτως οι Απόστολοι προς το παρόν παραμένουν στην Ιερουσαλήμ. Η Ιερουσαλήμ θα ξαναγίνει Κέντρο της Χριστιανοσύνης μετά την κάθοδο της Αγίας Ελένης και της ανάδειξης των Αγίων Τόπων.

2. Φιλοσοφική καταγωγή του Χριστιανισμού από τον Ελληνισμό

Η ανάδειξη της φιλοσοφικής καταγωγής του Χριστιανισμού από την οικουμενικότητα του Ελληνισμού δίνεται από τον Ιωάννη. Ο Χριστός τονίζεται ήλθε στον κόσμο να φωτίσει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμο», είναι δε «ο αμνός του Θεού, ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου» και «έμελλεν αποθνήσκειν… ουχ υπέρ του έθνους μόνον, αλλά ίνα και τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάνει εις εν». Χαρακτηριστική είναι η στιγμή που Έλληνες ζητούν να δουν τον Ιησούν,και αυτός τους υποδέχεται: «ήλθεν η ώρα να δοξασθεί ο υιός του Θεού».

Στην Έφεσο έζησε ο Ηράκλειτος τον 6ο π.Χ. αιώνα και επηρεάζει τον Ευαγγελιστή Ιωάννη να εισάγει την αρχαιοελληνική έννοια του λόγου με το «εν αρχή ην ο λόγος».

Ο Παύλος που γεννήθηκε στην Ταρσό, έδρα πολλών στωϊκών φιλοσόφων  μεταξύ των οποίων και ο Αθηνόδωρος – υπερείχε στην Ελληνική παιδεία της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας εκείνη την εποχή και φαίνεται από τις ομιλίες του να ’ναι γνώστης των έργων των ποιητών και φιλοσόφων: Κλεάνθη, Επιμενίδη και Καλλίμαχου.

Ο ίδιος ο Παύλος αφού προηγουμένως στις περιοδείες του απευθύνθηκε στην αρχή σε Ιουδαϊκές κοινότητες στην Ελλάδα, αλλά και σε αμιγώς ελληνικό ακροατήριο στην συνέχεια στην επιστολή του προς Εφεσίους θεωρεί ότι οι Έλληνες είναι πλέον «συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού» δηλαδή ισότιμοι με τους Ιουδαίους μέλη της Χριστιανικής Εκκλησίας, ενώ προς Φιλιππησίους αναφέρει «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, ει τις αρετή, ει τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε». Δηλαδή αναγνωρίζει τις αξίες του Ελληνικού ειδωλολατρικού κόσμου. (Ιστορία Ελληνικού Έθνους 1979: τόμος ΣΤ΄ σελ. 537)

3. Διάδοση του Χριστιανισμού στην Μικρά Ασία

Ο πρώτος Απόστολος  που διέρχεται από την Μικρά Ασία είναι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Έφεσο. Σύμφωνα με την παράδοση το 70 μ.Χ. επιστρέφει σ’ αυτήν με την Παναγία. Όμως η εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού στην περιοχή γίνεται από τους Αποστόλους Ανδρέα, Βαρνάβα αλλά κυρίως τον Παύλο. Ο Σαούλ ή κατά το ελληνικότερο Παύλος, Ιουδαίος από την φυλή του Βενιαμίν, γεννημένος στην Ταρσό της Λυκίας, Ρωμαίος πολίτης, αποφασίζει να περιοδεύσει την Μικρά Ασία διαδίδοντας τον Χριστιανισμό ομιλώντας Ελληνικά.

Η πρώτη περιοδεία  πραγματοποιήθηκε το 47/48 μ.Χ. στην Κύπρο και την Παμφυλία. Η δεύτερη το 49/52 μ.Χ. στην Ταρσό και την Κιλικία. Η τρίτη το 52/56 μ.Χ. στην Κιλικία και την Έφεσο. (Ιστορία Ελληνικού Έθνους 1979: Τόμος ΣΤ΄ σελ. 535)

Ο ίδιος θα φυλακισθεί στο κάστρο της Αλικαρνασσού (Πετρούμι – Μπουντρούμι – Bodrum) και από τις 14 επιστολές που έγραψε, οι 6 απευθύνονται σε Μικρασιάτες: προς Εφεσίους, Γαλάτας, Κολοσσαείς Α΄ και Β΄, προς Τιμόθεο και προς Φιλήμονα. Με την Μικρά Ασία επίσης σχετίζεται η Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, η επιστολή του αδελφοθέου Ιούδα και μεγάλο μέρος των επιστολών του Πέτρου προς «Παρεπιδήμοις διασποράς» Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ασίας και Βιθυνίας.

Οι επτά εκκλησίες της Αποκάλυψης: Σάρδεις, Θυάτειρα, Σμύρνη, Έφεσος, Πέργαμος, Φιλαδέλφεια, Λαοδίκεια, αφορούν πόλεις της Μικράς Ασίας.

Από τις Οικουμενικές Συνόδους  έγιναν σε Μικρασιατικά εδάφη: η Α΄ το 325 μ.Χ. στην Νίκαια της Βιθυνίας, η Γ΄ το 431 μ.Χ. στην Έφεσο, η Δ΄ το 451 μ.Χ. στην Χαλκηδόνα, η Ζ΄ το 787 μ.Χ. στην Νίκαια. Μόνο η Β΄, Ε΄, ΣΤ΄ έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη και καμία στην Δύση.
Οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας: Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Νύσσης, Γρηγόριος ο Νανζιαζηνός, Ιωάννης ο Χρυσόστομος και άλλοι επώνυμοι 368 μάρτυρες έλκουν την καταγωγή τους από την Μικρά Ασία.

4. Η έννοια της «εκκλησίας» στους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους

Στο δεύτερο μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα, η Εκκλησία αποτελείται εξ ολοκλήρου σχεδόν από Έλληνες. Η πρώτη εκκλησία επιδίδεται σε τιτάνιο αγώνα να κάμει το πρόσωπο του Ιησού Χριστού κατανοητό ή μάλλον απαραίτητο στον κόσμο των Ελλήνων, τόσο διανοητικά και φιλοσοφικά, όσο υπαρξιακά και σωτηριολογικά. (Ιστορία Ελληνικού Έθνους 1979: Τόμος ΣΤ΄ σελ. 538-539)

Η σύγκλιση της οργάνωσης της εκκλησίας, σαν πλήθος με κοινά θρησκευτικά πιστεύω, με την πολιτική και κοινωνική ζωή του ελληνορωμαϊκού κόσμου ήταν αναπόφευκτη. Έτσι λοιπόν η «εκκλησία του Χριστού» αρχίζει  να συνδέεται με τον τόπο και εμφανίζεται ο όρος «εκκλησία», δηλαδή η συνεύρεση πολιτών μιας πόλης (όπως συνέβαινε στις αντίστοιχες Ελληνιστικές, για να λάβουν αποφάσεις), μετατρέπεται σε «εκκλησία του Χριστού» που δηλώνει ότι πηγή δικαίου δεν είναι ο δήμος, αλλά ο Θεός. Όλες οι εξουσίες επομένως εκπορεύονται από τον Θεό, τον Χριστό, το Άγιο Πνεύμα και όχι από τους πολίτες. Τους τρεις πρώτους αιώνες ο εκκλησιασμός δεν λαμβάνει χώρα σε σταθερό οίκημα, αλλά σε σπίτια. (Αυτό επιβεβαιώθηκε από τις αρχαιολογικές ανασκαφές στον Δούρο – Εύρωπο της Συρίας). Είναι όμως σαφές και από τις ρήσεις-παραινέσεις του Παύλου προς Κορινθίους το 53-55: «τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων, ημείς γαρ ναός Θεού εσμέν ζώντος» ή του ίδιου προς Αθηναίους: «ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενος τινός». Πράξ. 17, 24-25.,ότι δεν ήταν απαραίτητα  να υπάρχει συγκεκριμμένος λατρευτικός χώρος

5. Σταθμοί εξέλιξης της «εκκλησίας» ως λατρευτικού χώρου στην Μικρά Ασία

Προτείνεται μία χρονολογική σειρά με τους σταθμούς εξέλιξης της «εκκλησίας» ως αυτόνομου λατρευτικού χώρου. Η χρονολογική σειρά αυτή είναι ταυτόσημη με τα ιστορικά, πολιτικά γεγονότα που διαδραματίζονται στην ίδια περιοχή.

×        47 μ.Χ. – 313 μ.Χ. (Διάταγμα των Μεδιολάνων)
×        4ος – 9ος αιώνας (Αναστύλωση των εικόνων)
×        9ος – 12ος αιώνας (Μάχες του Ματζικέρτ και του Μυριοκέφαλου)
×        12ος αιώνας – 1453 (Άλωση)
×        1453 – 1856 (Χάτι Χουμαγιούν)
×        1856 – 1922/24 (Μικρασιαστική καταστροφή, Ανταλλαγή των πληθυσμών)
×        1922/24 έως σήμερα

5.1. Περίοδος από το 47 μ.Χ. έως το 313

Η άποψη των πατέρων της εκκλησίας στα πρωτοχριστιανικά χρόνια είναι να μην υπάρχουν ναοί, ούτε αγάλματα που παραπέμπουν σε ειδωλολατρικές τελετές. Με την εμφάνιση των μεγάλων πατέρων όπως ο Τερτυλλιανός, ο Κυπριανός, ο Ιππόλυτος, ο Κλήμης, ο Ωρυγένης, διαφαίνεται γύρω στο 200 μ.Χ. η καθιέρωση ενός μοναδικού λατρευτικού χώρου, ως «εκκλησίας» ,αλλά και η εκκλησιαστική ιεραρχία. Η απλή προσευχή μετατρέπεται σιγά-σιγά σε μυστήρια με λειτουργία και οι πατέρες στρέφονται κατά της τάσης που προσπαθούσε να εμφανίσει ότι η εκκλησία είναι ο χώρος που συγκεντρώνονται οι πιστοί, αντί της «εκκλησίας του Κυρίου», δηλαδή την κοινότητα των πιστών. (Γκιολές 1991: 18)

Με την καθιέρωση των θρησκευτικών ελευθεριών (Διάταγμα Μεδιολάνων), που απέδωσε ο Μέγας Κωνσταντίνος στους Χριστιανούς, αρχίζουν να εμφανίζονται αποκλειστικά χριστιανικοί ναοί, ως αυτόνομα κτίσματα, γιατί οι παλαιοί αρχαίοι ναοί ήταν προσαρμοσμένοι στο να φυλάσσουν το άγαλμα της θεότητας και όχι να στεγάζουν πολύ μεγάλο πλήθος πιστών και μοιραία από ανάγκη στράφηκαν στην χρήση των ήδη υπαρχόντων δημόσιων ρωμαϊκών κτιρίων που ήταν οι βασιλικές και τα περίκεντρα. (Γκιολές 1991: 30)

5.2. Περίοδος από τον 4ο έως τον 9ο αιώνα – Άνθιση εκκλησιών

Μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων εξασθενούν οι θεολογικές προσεγγίσεις που θεωρούσαν ότι οι «ναοί» και η χριστιανική τέχνη με έργα ζωγραφικής και πλαστικής» ήταν περιεχόμενο της εθνικής λατρείας, άρα ειδωλολατρικής. (Γκιολές 1991: 9)

Αρχίζει συνεπώς τάχιστα η κατασκευή χριστιανικών ναών σ’ όλη την Μικρασία. Οι βασιλικές, που ήταν δημόσια ρωμαϊκά κτίσματα που χρησιμοποιούνταν για πολλούς διαφορετικούς σκοπούς (π.χ. δικαστήρια, χώροι ακροάσεων κλπ.) μετατρέπονται σιγά-σιγά στις χριστιανικές βασιλικές που αφού ενσωματώσουν τα ναοδομικά ρωμαϊκά πρότυπα  προσθέτουν και νέα στοιχεία για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των πιστών, όπως: το αίθριο, ο γυναικωνίτης, ο νάρθηκας,όλα εντός του ναού αλλά και αρχικά προκτίσματα στον περίγυρο όπως: νοσοκομεία και γηροκομεία που αργότερα καταργήθηκαν. Υπάρχουν πολλές θεωρίες για ποιό λόγο επιλέχθηκε η ρωμαϊκή βασιλική ως επικρατέστερο ναοδομικό πρότυπο για τις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες,που δεν είναι παντού πανομοιότυπες,αλλά υπάρχουν και εξελικτικά διαφορές μεταξύ τους. Συνηθέστερη μετεξέλιξη είναι η τρίκλιτη βασιλική με τρούλο, που συνήθως δημιουργούσε το ιερό σταυροειδές σχήμα. Όσον αφορά την ανάπτυξη της τέχνης μέσα στους ναούς, εδώ η συμβολή των μεγάλων Καππαδόκων πατέρων, που είχαν κλασική παιδεία ήταν καθοριστική. Κατ’ αυτούς (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νανζιαζηνός, Γρηγόριος Νύσσης), η τέχνη λειτουργεί ως μέσο, που συμπληρώνει το κατηχητικό έργο της εκκλησίας. Αρχίζουν να εμφανίζονται σύμβολα και απεικονίσεις όπως η περιστερά, οι ιχθύες, η άγκυρα, το κλήμα, ο καλός ποιμένας. Απεικονίσεις που ανάγονται σε αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης, σε εβραϊκούς, ή παγανιστικούς,ή ειδωλολατρικούς συμβολισμούς. Ταυτόχρονα η χριστιανική τέχνη απομακρύνεται από τον συμβολισμό της τελειότητας και δίνεται έμφαση στο πνευματικό περιεχόμενο. Δεν είναι απαραίτητο το σώμα να ’χει τέλειες αναλογίες, που κατά την αρχαία εποχή αντιπροσώπευε και την τελειότητα της ψυχής. Αντιθέτως τώρα γίνεται εμφατικό ότι το φθαρτό σώμα αποδεσμεύεται από την πνευματική τελείωση. Έτσι βλέπουμε μορφές αγίων εξαϋλωμένων από σωματικά ή άλλα μαρτύρια. Στο εσωτερικό των ναών σπουδαίο δομικό στοιχείο είναι οι κίονες, που είναι συνήθως μονολιθικοί και αράβδωτοι, ενώ φέρουν κιονόκρανα, ως επί το πλείστον  Κορινθιακού ή Ιωνικού ρυθμού.  (Γκιολές 1991: 53)
Στην αρχή πάρα πολλές βασιλικές,είναι μετατροπή ρωμαϊκών – ελληνιστικών κτισμάτων και βρίσκονται μέσα στον πολεοδομικό ιστό των αντίστοιχων πόλεων. Π.χ. Πάταρα, Ξάνθος, Φασηλίς, Σίδη, Πριήνη.
Ας παρατηρήσουμε όμως μερικές από τις παλαιότερες εκκλησίες της Μικράς Ασίας.
Έφεσος: Άγιος Ιωάννης. Αρχικά τρίκλιτος ναός με σταυρόσχημη ξύλινη στέγη, βασιλική του 4ου αιώνα. Ο ναός(σήμερα διασώζονται μόνο ερείπια) είχε ως πρότυπο τον ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, σχετικά με τον ρυθμό της τοιχοποιίας του. Στην διασταύρωση των κεραιών υπήρχε ο τάφος του Ευαγγελική Ιωάννη, το Ιερό Βήμα και το Βαπτιστήριο. (Γκιολές 1991: 186)

Ιεράπολη: Άγιος Φίλιππος. Ο ναός του πιθανολογούμενου μαρτυρίου του αγίου. Οκταγωνικός ναός έξω από τα τείχη της πόλης , των αρχών του 5ου αιώνα, που με την προσθήκη περιμετρικά δωματίων παίρνει την μορφή τετραγώνου.
Μύρα: Άγιος Νικόλαος. Πολυσύνθετο οικοδόμημα μεταξύ του 4ου και του 11ου αιώνα με αρκετά παρεκκλήσια και αρχαίες σαρκοφάγους στις κόγχες τους. Ο κυρίως ναός είναι βασιλική με τρούλο και εγκάρσιο κλίτος, στο ιερό δε διακρίνεται σύνθρονο. Ο αυθεντικός τρούλος έχει πέσει προ πολλού. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες και τα βυζαντινά μαρμαροθετήματα στο δάπεδο.
Φιλαδέλφεια (Αλασεχίρ): Άγιος Ιωάννης.Σώζονται μόνο τα ερείπια ενός μεγάλου ρωμαϊκού κτιρίου που μετατράπηκε σε χριστιανική βασιλική.
Πέργαμος: Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος – Άγιος Αντύπας (Σεράπειο). Τον 4ο αιώνα η ανατολική πλευρά του Σεραπείου, χώρος όπου μαρτυρούσαν οι Χριστιανοί, αρνούμενοι να προσκυνήσουν τον αυτοκράτορα ως Θεό, μετατράπηκε στην εκκλησία του μάρτυρα Αντύπα, Επισκόπου Περγάμου και έγινε μητροπολιτικός ναός.
Σάρδεις: Υπήρχε μικρός βυζαντινός ναός (5ου αιώνα),τα ερείπια του οποίου βρίσκονται στο νοτιανατολικό άκρο του ναού της Αρτέμιδας.
Σμύρνη: Τα ερείπια της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας τοποθετούνται στο άκρο της ρωμαϊκής αγοράς.
Νίκαια Βιθυνίας: Αγία Σοφία, Τρίκλιτη βασιλική.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως η ναοδομία των εκκλησιών της Καππαδοκίας, διότι οι πρώτοι Χριστιανοί για να αποφύγουν τις διώξεις των ρωμαίων αυτοκρατόρων, χρησιμοποίησαν τις υπόγειες πολιτείες που δημιουργήθηκαν από τους Χετταίους. Ταυτόχρονα λόγω του «άγριου» Καππαδοκικού τοπίου, οι αναχωρητές απομονώθηκαν στις άνυδρες κοιλάδες και δημιούργησαν τα πρώτα μοναστήρια. Σ’ αυτά μπορεί κάποιος να διακρίνει την εξέλιξη της χριστιανικής τέχνης από την Νταβουλλού Κιλισέ – μάλλον πρωτοχριστιανική εκκλησία, όπου απουσιάζουν οι προσωπογραφίες και μόνον τα σύμβολα διακοσμούν την εκκλησία, όπως εμφανίζεται στην Ιμβρασσό, έως τις καταπληκτικά αγιογραφημένες εκκλησίες του 11ου αιώνα, όπως είναι η Σκοτεινή Εκκλησία (Καρανλίκ Κιλισέ), Εκκλησία του Μήλου (Ελμαλί Κιλισέ), που βρίσκονται στο Κόραμα (Γκέρεμε).
Οι τοιχογραφίες των λαξεμένων στους βράχους εκκλησιών της Καππαδοκίας ανήκουν σε ωραία δείγματα μοναστικής, λαϊκής και επαρχιακής τέχνης, μερικά ήδη έχουν διακοσμηθεί πριν την εικονομαχική περιοχή. Τα περισσότερα όμως ανήκουν σε δύο ομάδες: Η πρώτη η «αρχαϊκή» χρονολογείται από τα τέλη του 9ου αιώνα και μέχρι τα  μέσα του 10ου. Επειδή δεν υπάρχει σ’ αυτή την ομάδα ο τρούλος στην βασιλική ο Χριστός παραμένει στην κόγχη της αψίδας. Ο θρόνος πλαισιώνεται από τους 4 ευαγγελιστές και φρουρούν στο πλάι οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο λαϊκός χαρακτήρας αυτής της τέχνης εκδηλώνεται στο σχέδιο, αδέξιο, αλλά εκφραστικό και με μεγάλο αυθορμητισμό και στην αφηγηματική διάθεση που δανείζεται πολλά εικονογραφικά στοιχεία από τα απόκρυφα Ευαγγέλια, γεννημένα από την ροπή του λαού προς τις ωραίες ιστορίες με τις πολλές λεπτομέρειες.
Στην αρχαϊκή ομάδα ανήκει η παλιά εκκλησία Toqalé Kilissé (= η εκκλησία των στεμμάτων) με σκηνές από τον Ευαγγελισμό ως την Άδου Κάθοδο με δύο επάλληλες σειρές αγίων με σκούρα και καστανοκόκκινα χρώματα. Η ζωηρή αφήγηση εκφράζεται με το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων. Στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα ανήκει η Keledjilar Kilissé (εκκλησία των σπαθιών), που ενώ ανήκει στην αρχαϊκή διάταξη, οι αγιογραφίες είναι εμπνευσμένες από την Κωνσταντινουπολίτικη τεχνική, όπου το σχέδιο είναι πιο εύκαμπτο, οι αναλογίες πιο ραδινές, με ζωντανά πρόσωπα με συχνά συνεστραμμένες στάσεις. Οι κινήσεις αυτές είναι συνήθως ζωηρές και προδίδονται από τα παιχνιδίσματα των πτυχώσεων. Το ωοειδές σχήμα των προσώπων γίνεται λεπτότερο, τα βλέμματα εκφράζουν περισσότερο μελαγχολία παρά αδιάλλακτη πεποίθηση. Στην κόγχη της αψίδας δεν απεικονίζεται πλέον η Παναγία, αλλά η Δέηση που αντικαθιστά τα Θεοφάνεια της αρχαϊκής ομάδας. Μάλιστα στην Karanlιk Kilissé (σκοτεινή εκκλησία) προστίθενται δυο γονυκλινείς δωρητές. Αυτή η ομάδα που περιλαμβάνει  κυρίως εκκλησίες στο Κόραμμα (Καρανλίκ, Ελμαλί, Τσχαρέκλε = εκκλησία του σανδαλιού), παρ’ όλο που αγιογραφούνται από μη έμπειρους καλλιτέχνες, εν τούτοις είναι φανερή η σύνδεσή τους με την τεχνοτροπία της Κωνσταντινούπολης. Είναι πολύ πιθανόν ότι τον 12ο αιώνα η εμφάνιση των Σελιζούκων στην Μικρά Ασία επιβράδυνε την καλλιτεχνική δραστηριότητα στην Καππαδοκία, αλλά δεν την διέκοψε εντελώς. (Delvoye 1975: 373-376).
Στην Νίκαια της Βιθυνίας εκτός των βραχοσκάλιστων εκκλησιών υπάρχουν και αγιογραφημένες και κατακόμβες.
Στον Ελληνικό Πόντο η πιο παλαιά εκκλησία αυτής της περιόδου(9ου αιώνα)  είναι της Αγίας Άννας, που φέρει ένα ελληνιστικό άγαλμα της φτερωτής Νίκης στην πρόσοψη.
Τα μοναστήρια όμως  της Παναγίας Σουμελά αρχικά του 4ο αιώνα και με ευημερία και φήμη ήδη από τον 6ο, Ιωάννη Βαζελώα, ιδρυμένο το 270 και του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα  είναι από τα σημαντικότερα και αρχαιότερα της Μικράς Ασίας. Μοναστήρια εκείνης της περιόδου που δυστυχώς σήμερα δεν διασώζονται, αλλά μόνον η αρχαιολογική έρευνα μπορεί να αποκαλύψει, πρέπει να υπήρχαν και στο «Άγιο Όρος» της Βιθυνίας, τον Όλυμπο.Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι μόνο σ΄αυτές τις περιοχές αναπτύχθηκε ο μοναστισμός.

5.3. Περίοδος μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα

Μετά την αναστύλωση των εικόνων είναι προφανές ότι οι υπάρχουσες εκκλησίες διακοσμούνται καλύτερα και δημιουργούνται καινούργιες. Όμως μετά τις μάχες του Ματζικέρτ και του Μυριοκέφαλου, όπου σηματοδοτείται η απώλεια των βυζαντινών ανατολικών επαρχιών, με αποτέλεσμα την εδραίωση των Σελτζούκων στην περιοχή, είχε ως αποτέλεσμα, την «απώλεια» των χριστιανικών πληθυσμών.Αυτό συνετέλεσε στην παρακμή των εκκλησιών και των εκκλησιαστικών κοινοτήτων.

Χριστιανικές εκκλησίες στην Μικρά Ασία δεν είναι μόνον οι ελληνορθόδοξες. Υπάρχουν στα ανατολικά σύνορα αρμενικές, όπως του 915-921 στη νήσο Achtamar της λίμνης Βαν,η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.Σ’αυτήν στο ανατολικό άκρο της, υπάρχουν εξωτερικά λιθοανάγλυφα διάκοσμα, που παρουσιάζουν τους μεγάλους σταθμούς της ιστορίας του χριστιανισμού στην Αρμενία. Παρατηρείται όμως και επηρεασμός της αρχαίας περσικής τέχνης του Nagh-I-bostan με γρύπες, και το κήτος του Ιωνά που θυμίζει ιππόκαμπο. (Delvoye 1975: 437-438)
Στο Άνι επίσης οι αρμενικές εκκλησίες εξωτερικά παρουσιάζουν πολυγωνικό τρούλο, χωρίς επιχρίσματα και αρμούς στην τοιχοποιία τους και η αγιογράφηση εσωτερικά είναι αυστηρότερη με σκουρότερα χρώματα. Κάτι ανάλογο παρατηρείται και στις γεωργιανές εκκλησίες του Agri.

5.4. Περίοδος μεταξύ 12ου αιώνα και 1453 (Άλωση)

Κατά την περίοδο αυτή έχουμε την ίδρυση δύο νέων αυτοκρατοριών, της Νικαίας και της Τραπεζούντας. Λογικό είναι οι νέοι αυτοκράτορες μέχρι της καταλύσεως των αυτοκρατοριών τους από τους Οθωμανούς να κοσμήσουν τις πόλεις τους με μια σειρά από υπέροχες εκκλησίες, όπως: ο Άγιος Νικόλαος Κερασούντος, μια σταυροειδής εκκλησία μετά τρούλου με ερυθρωπή λαξευτή πέτρα στην τοιχοποιία, η Αγία Σοφία Τραπεζούντος (1238-1263), με εκπληκτικές αγιογραφίες της πρώιμης Παλαιολόγειας αναγέννησης, που απεκάλυψε ο αρχαιολόγος David Winfield. Οι ναοί των Αγίου Ευγενίου, Αγίου Γρηγορίου, Αγίου Φιλίππου, ο ανακαινισμένος της Παναγίας Χρυσοκεφάλου και η Μονή Θεοτόκου Θεοσκεπάστου, ευρισκόμενοι στην Τραπεζούντα ανήκουν σ’ αυτή την περίοδο.

5.5. Περίοδος μεταξύ 1453 και 1856 (Χάτι Χουμαγιούν)

Με την επικράτηση των Οθωμανών Τούρκων είναι προφανές ότι οι Χριστιανοί εκτελούσαν με μεγάλη δυσκολία τα καθήκοντά τους. Οι ωραιότεροι ναοί μετατράπηκαν σε τζαμιά, ενώ οι απλούστεροι σε αποθηκευτικούς χώρους. Παραδείγματα στην Τραπεζούντα είναι ο Άγιος Ευγένιος (Yeni Couma Camii), η Χρυσοκέφαλος (Ortahisar Fatih Camii), ο Άγιος Φίλιππος (Kudrettin Camii) στην Τραπεζούντα. Κάποιες εκκλησίες όμως διατηρούνται είτε γιατί είναι αφιερωμένες σε αγίους που λατρεύονται και από τους μουσουλμάνους: Άγιος Γεώργιος (Χιζίρ Ελιάς), Άγιος Χαράλαμπος (Χατζή Μπεκτάς – προστάτης των Γενιτσάρων), Αρχάγγελος Μιχαήλ (Τζαναλιτζή), Μαριεμάννα (Παναγία), είτε γιατί πολλοί ισχυροί  στην διοίκηση και κυρίως μητέρες σουλτάνων έλκουν την ελληνική καταγωγή τους και προστατεύουν τους ομοεθνείς τους και τους ναούς τους. Μάλιστα μια σέχτα Μουσουλμάνων, οι Αλεβίτες, που είναι φιλικά προσκείμενοι προς τους Χριστιανούς, θεωρείται ότι είναι εξ ολοκλήρου εξισλαμισθέντες ελληνικής καταγωγής.

5.6. Περίοδος μεταξύ 1856 και 1922/24

Η έκδοση του διατάγματος Χάτι Χαμαγιούν αποδίδει ορισμένα θρησκευτικά δικαιώματα στους αλλόθρησκους υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνεπώς το ελληνικό στοιχείο ανθίζει οικονομικά και αυτό του δίνει την δυνατότητα αφ’ ενός να εκτελεί πιο ελεύθερα τα θρησκευτικά του καθήκοντα και αφ’ ετέρου να επικρατεί παντού δημιουργώντας αστική τάξη κατά περιοχές. Το τελευταίο συμβάλλει στον αυτοπροσδιορισμό και την αυτογνωσία του και εκτός από εκπαιδευτήρια χτίζονται παντού εκκλησίες. Αναλόγως δε της οικονομικής ευχέρειας συναντάμε από αριστουργήματα έως απλές κατασκευές εκκλησιών, που η μια διαφέρει από την άλλη, ελλείψει ενός πανομοιότυπου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού,αλλά και ενός άτυπου τρόπου  κοινωνικής προβολής . Σε κάποιες περιπτώσεις  σε περιοχές όπου οι Έλληνες υπήκοοι είχαν εξασφαλίσει προνόμια αυτοδιαχείρισης αυτό συμβαίνει και πριν το 1856. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

Παραλιακές πόλεις: Κρήνη. Ο Άγιος Χαράλαμπος (1831). Ο Καπετάν Νικολής του Λια,προύχοντας της πόλης κόβει το σχοινί (που ο Καπουδάν Πασάς όριζε μ’αυτό τις διαστάσεις του ναού ) στη μέση, και έτσι διπλασιάζει το μέγεθος της εκκλησίας ώστε να χωρά πλέον 3.000 πιστούς.
Αλάτσατα: Κοίμηση της Θεοτόκου (1833) με το  τέμπλο να ’χει φιλοτεχνηθεί από τον Ιωάννη Χαλεπά, πατέρα του Γιαννούλη.
Σμύρνη: Άγιος Δημήτριος (1863), Αγία Αικατερίνη (1857), Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (1825), Άγιος Βουκόλος (1887), Άγιος Τρύφωνας (1897), Αγία Άννα (1874), Αγία Μαρκέλλα (1914), Ευαγγελίστρια (1891), Κοίμηση της Θεοτόκου (1874).
Κερκιντζές: Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (1827), Άγιος Δημήτριος.
Κελεμπέσι: Άγιος Νικόλαος.
Γέροντας: Άγιος Ιωάννης (1866)
Μοσχονήσια: Ταξιάρχης (1873), Αγία Τριάδα, Άγιος Ιωάννης.
Αϊβαλί: Άγιος Γεώργιος (1821-1860), Άγιος Ιωάννης, Κάτω Παναγιά,Ταξιάρχης
Λιβίσι: Ταξιάρχης.
Καππαδοκίας:Πόρος: Άγιος Γεώργιος, Αξός: Αγία Μακρίνα.
Καρβάλη: Άγιος Γρηγόριος.
Σίλλη: Αγία Ελένη.
Συνασσός: Κωνσταντίνου και Ελένης (1725 και επισκευασμένη το 1850), Αρχαγγέλου Μιχαήλ και Γαβριήλ (1850). (Οι πληροφορίες για τις χρονολογίες κατασκευής των εκκλησιών προέρχονται από τις εκδόσεις Ινφογνώμων για τις αντίστοιχες περιοχές).
Υπάρχουν όμως και ελάχιστες Καθολικές εκκλησίες, συνήθως σε παραλιακές πόλεις, όπου οι λατίνοι ασκούσαν εμπορικές δραστηριότηττες, όπως ο Άγιος Πολύκαρπος και η Σάντα Μαρία στην Σμύρνη, ο Άγιος Πέτρος στο Κάστρο της Αλικαρνασσού, στην Κερασούντα, στην Τραπεζούντα.

5.7. 1922/24 έως σήμερα

Η τύχη των περισσοτέρων εκκλησιών μετά την Μικρασιατική Καταστροφή είναι τραγική. Οι περισσότερες μετατράπηκαν σε ερείπια όπως ο Ταξιάρχης και η Αγία Τριάδα στα Μοσχονήσια, ο Ταξιάρχης στο Λιβίσι, οι Άγιοι Γεώργιος και Κωνσταντίνος στην Αργυρούπολη. Άλλοι κάηκαν όπως η Αγία Βαρβάρα στην Μερζιφούντα. Πολλοί ναοί μετατράπηκαν σε αποθήκες ή αχυρώνες. Κάποιοι σημαντικής ομορφιάς ναοί μετατράπηκαν σε τζαμιά: ο ναός της Μεταμορφώσεως στην Τσίτα των Σουρμένων, η Παναγιά στα Αλάτσατα, ο Άγιος Γεώργιος στην Κορόνυξα της Αργυρούπολης, οι Άγιοι Γεώργιος και Ιωάννης στις Κυδωνιές. Κάποιοι άλλοι έγιναν πολιτιστικά κέντρα: ο Άγιος Χαράλαμπος στην Κρήνη, η Υπαπαντή στα Κοτύωρα ,ή μουσεία: ο Άγιος Νικόλαος (Κερασούντα), ο Άγιος Βουκόλος (Σμύρνη) – ο μοναδικός ορθόδοξος ναός που διασώθηκε στην Σμύρνη. Κάποια μοναστήρια είτε ανατινάχτηκαν  (Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας), είτε απετέλεσαν άντρο ληστών (Παναγία Σουμελά) ή απλά αφέθηκαν στην φθορά του χρόνου. Υπάρχουν όμως και κάποια που διασώθηκαν ή αναστηλώθηκαν λόγω του τουριστικού ενδιαφέροντος: οι εκκλησίες του Γκέρεμε, επειδή μετατράπηκε η περιοχή σε Πάρκο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco,και η Παναγία Σουμελά στην Ματσούκα λόγω της μεγάλης επισκεψιμότητας. Σήμερα σε μερικές εκκλησίες και μοναστήρια κάποιες φορές έχουν τελεστεί Πατριαρχικές λειτουργίες (Άγιος Νικόλαος στην Σινασσό, Παναγία Σουμελά, Άγιος Αντύπας στην Πέργαμο) με τους πιστούς να ’ναι ως επί το πλείστον Έλληνες προσκυνητές.
Ευχής έργο είναι να αναδειχθεί ο πολιτιστικός θησαυρός των μοναστηριών και των εκκλησιών της Μικράς Ασίας και όσες αναστυλώσεις ή επισκευές γίνονται, να γίνονται σύμφωνα με τα ελληνορθόδοξα πρότυπα, γιατί αλλιώς μετατρέπονται σε κακέκτυπα ,όπως έγινε στην Παναγία Σουμελά.

Βιβλιογραφίκες αναφορές

Γκιολές Νίκος: Παλαιοχριστιανική Τέχνη – Ναοδομία. 1991 Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Γκιολές Νίκος: Παλαιοχριστιανική Τέχνη – Μνημειακή Ζωγραφική. 1998 Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Delvoye Charles: Βυζαντινή Τέχνη. 1975 Εκδόσεις Παπαδήμα
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: 1979 Τόμοι ΣΤ, Ζ, Η.Εκδοτική Αθηνών
Ινφογνώμων Εκδόσεις: 2002 Ιωνία (Σάμος, Έφεσος, Μίλητος, Πριήνη). Καππαδοκία και Κεντρική Ανατολία. Κωνσταντινούπολη και Μαρμαράς. Πόντος Ανατολικός και Δυτικός. Χίος, Σμύρνη, Τσεσμές, Ερυθραία.

Παράρτημα φωτογραφιών

1.


2.

3.

4.

6.

7.

8.

9.

10.

1.

 

 

2.

3.

 

4.

5.

 

6.

 

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *