Η ένταξη των προσφύγων Μ.Ασίας και Ανατολικής Θράκης (1922) στην Ελληνική Κοινωνία

Η ένταξη των προσφύγων Μ. Ασίας και Ανατολικής Θράκης (1922) στην ελληνική κοινωνία.
Γεώργιος Αρχοντάκης
Πειραιάς
         H εισήγηση αναφέρεται στις δραματικές παρενέργειες που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και η μοναδική στα παγκόσμια ιστορικά χρονικά απόφαση της Συνθήκης της Λωζάννης (1923) για Υποχρεωτική Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Οι Έλληνες της ευρύτερης Μ. Ασίας και της Ανατολικής Θράκης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βίαια τις επί τρεις χιλιάδες χρόνια πατρογονικές εστίες τους, την πλουσιότατη πολιτιστική κληρονομιά τους και την εκπληκτική οικονομική τους δραστηριότητα και να εγκατασταθούν στη μητροπολιτική Ελλάδα, η οποία μαστιζόταν από τεράστια οικονομικά και πολιτικά προβλήματα. Με τη βοήθεια φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και άλλων φορέων, της Κοινωνίας των Εθνών και της, υπό την αιγίδα της, Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, αλλά κυρίως με το δικό τους αγώνα για επιβίωση, οι περίπου 1.500.000 Έλληνες πρόσφυγες κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της εγκατάστασης στις νέες εστίες τους (ανάμεσά τους την αντίδραση των ντόπιων πληθυσμών και τις θανατηφόρες ασθένειες) και να αποτελέσουν τον κορμό του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους.
        Έχουν συμπληρωθεί ήδη περισσότερα από ενενήντα χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και η τραγωδία του 1922 φαίνεται πως έχει ‘αποσυρθεί’ στο βάθος της μνήμης όχι μόνο της σημερινής γενιάς – αυτή ίσως ούτε καν υποπτεύεται τι συνέβη τότε- αλλά και όλων αυτών που θεωρούν πως έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν ή και να διαμορφώνουν τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.
        Κι έχει απομείνει ως μόνο μας μέλημα- στο όνομα της αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας- να αναζητούμε τους υπαίτιους της συμφοράς , να αποδίδουμε τις ευθύνες στη Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων ή στη μικρόψυχη συμπεριφορά των Ευρωπαίων ‘συμμάχων’ τους ή στην εθνικιστική πολιτική των Νεότουρκων του Κεμάλ. Αποφεύγουμε όμως να δούμε στα μάτια την ωμή πραγματικότητα, τη Γενοκτονία δηλαδή ενός ολόκληρου λαού. Κι αφήνουμε να περάσει σχεδόν απαρατήρητη η μοναδική στα παγκόσμια ιστορικά χρονικά Υποχρεωτική Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών, που, κατά τη δήλωση του προεδρεύοντος της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης το Δεκέμβριο του 1922, Λόρδου Curzon «αποτελεί λύσιν ιδιαιτέρως απεχθή, της οποίας το όνειδος θα φέρει η Οικουμένη επί ένα αιώνα» (Conférence de Lausanne 1923: 176). Και μοιάζει να θεωρούμε φυσιολογική την ολοκληρωτική εξαφάνιση ενός πολιτισμού που άνθισε για τρεις χιλιάδες χρόνια μέχρι τα βάθη της ‘Ελάσσονος Ασίας’ και πρόσφερε απλόχερα τα φώτα του σ’ αυτούς που σήμερα φαντάζουν ταγοί της ‘πολιτισμένης’ ανθρωπότητας.
         Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή κι ας δούμε ποιος ήταν ο Ελληνισμός από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Η Διδώ Σωτηρίου είναι πρόθυμη να μας ξεναγήσει:
        Μόλις βγήκα στην προκυμαία της Σμύρνης, τα ξέχασα όλα, ακόμη και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ… Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τα τραμ που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνο το χαρωπό ξένοιαστο κόσμο, που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία και έμοιαζε να ζει σε πανηγύρι κι όχι μια κοινή καθημερινή μέρα δουλειάς! Κι εκείνες οι Σκάλες!… Εδώ γινόταν το μπάρκο˙ έφευγε ο βλοημένος καρπός της Aνατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι… Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι Ελληνικά, ακόμη κι οι Τούρκοι και οι Λεβαντίνοι και οι Οβραίοι και οι Αρμεναίοι. Κι ο Φραγκομαχαλάς ήταν γεμάτος μεγάλα καταστήματα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών μέχρι σκαρπίνια για Σταχτοπούτες. Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα ’πρεπε να είναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες(Σωτηρίου 1962).
             Ο πλούτος δεν ήταν όμως μόνο υλικός. Κι η πνευματική ζωή είχε μεγάλο μερίδιο της φροντίδας των Μικρασιατών. Στις 967 ελληνικές κοινότητες της Μ. Ασίας, στις οποίες κατοικούσαν περίπου 1.750.000 Έλληνες, το 1907 λειτουργούσαν 1237 σχολεία (985 αρρεναγωγεία και 252 παρθεναγωγεία), στα οποία φοιτούσαν συνολικά 115.515 μαθητές και μαθήτριες˙ κι οι Κοινότητες δαπανούσαν για τη συντήρησή τους 3.000.000 χρυσά φράγκα. Στην Ανατολική Θράκη φοιτούσαν 30.000 περίπου μαθητές, ενώ στον Πόντο στις παραμονές της καταστροφής (το 1919) τα σχολεία ξεπερνούσαν τα 1000 και ο αριθμός των μαθητών πλησίαζε τις 85.000.Την ίδια αυτή περίοδο, από το 1895 μέχρι το 1920, στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος, με πληθυσμό 5.500.000 περίπου κατοίκων, είχαν ανεγερθεί 498 σχολικά κτήρια, που τα πιο πολλά βρίσκονταν σε κακή κατάσταση, με δυσάρεστες συνέπειες όχι μόνο για τη μόρφωση αλλά και για την υγεία των μαθητών.
          Και ξαφνικά όλα άλλαξαν. Τη χαρά της ζωής διαδέχτηκε ο πόνος, η καταστροφή, ο θάνατος. Κι ο θρήνος του ποιητή αποτύπωσε το σπαραγμό των απλών ανθρώπων: «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα˙ πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί…»
         Περίπου ενάμιση εκατομμύριο ανθρώπινα ναυάγια βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη ως πρόσφυγες στη μητροπολιτική Ελλάδα. Κι ήταν όλοι αυτοί Έλληνες (‘ξένοι’ για τους αυτόχθονες παλαιοελλαδίτες αλλά Έλληνες στην καταγωγή), ήταν πάρα πολλοί, ήρθαν όλοι μαζί μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και, το πιο σημαντικό, δεν επέλεξαν οι ίδιοι τη μοίρα τους.
Είδα στο λιμάνι ένα πλοίο με πρόσφυγες που αγκυροβολούσε. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τέτοιο τραγικό θέαμα… Εφτά χιλιάδες άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι σ’ ένα πλοίο, που κανονικά είχε χωρητικότητα δύο χιλιάδων. Ήταν στη θάλασσα τέσσερεις μέρες. Δεν υπήρχε χώρος να ξαπλώσουν. Δεν είχαν τρόφιμα. Δεν υπήρχαν τουαλέτες. Επί τέσσερεις μέρες και νύχτες στέκονταν στο κατάστρωμα, κάτω από τη φθινοπωρινή βροχή, μέσα στο κρύο της νύχτας, κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού. Έφτασαν στο λιμάνι κουρελιασμένοι, πεινασμένοι, άρρωστοι, ψειριασμένοι, αποπνέοντες ανθρώπινη μιζέρια κι απελπισία (Morgenthau 1929: 50).
Η περιγραφή ανήκει στον Henri Morgenthau, τον πρώτο Πρόεδρο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων και αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος ο Morgenthau δίνει μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην Αθήνα:
Η όψη της πόλης άλλαξε μέσα σε λίγες μέρες. Οι δρόμοι γέμισαν κόσμο, μελαχροινές φυσιογνωμίες, κοστούμια γυναικών από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Πάνω στους λόφους της Αθήνας ξεφύτρωσαν σκηνές καμωμένες με τσουβάλια, παράγκες φτιαγμένες με γκαζοτενεκέδες της Standard Oil. Οι ξυπόλυτοι πρόσφυγες φόρεσαν παπούτσια από λάστιχα αυτοκινήτων και ντύθηκαν με σάκους από αλεύρι. Κονσερβοκούτια χρησίμευαν για κατσαρόλες. Άνθρωποι άλλοτε ευκατάστατοι γεύονταν την πικρή δημοκρατία της δυστυχίας (Morgenthau 1929: 50).
Και όλα αυτά δύο μόλις χρόνια μετά τη θριαμβευτική Συνθήκη των Σεβρών, που επέτρεψε στην Ελλάδα να καυχιέται πως άπλωσε τα σύνορά της σε δύο ηπείρους και σε πέντε θάλασσες. Στη θέση αυτού του λαμπρού οικοδομήματος βρίσκονται τώρα τα συντρίμμια ενός Κράτους, που σπαράσσεται από την οικονομική δυσπραγία, την έκρυθμη πολιτική κατάσταση, την οξυμμένη κομματική αντιπαράθεση, την αποδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού. Μόνο πρόχειρα  λοιπόν και αποσπασματικά μπορεί να αντιδράσει, όταν καλείται, μέσα στους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από τη Μικρασιατική Καταστροφή, να αναλάβει με μόνες τις δικές του δυνάμεις το τιτάνιο έργο της ικανοποίησης των άμεσων αναγκών ενός και πλέον εκατομμυρίου προσφύγων. Η απογραφή του 1928 κατέγραψε περίπου 1.222.000, από τους οποίους το 66% ήταν γυναίκες και παιδιά κάτω των δέκα ετών˙ ανάμεσά τους περιλαμβάνονται και 152.000 περίπου, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους από την έναρξη του Ά Παγκόσμιου Πολέμου (1914) μέχρι το 1919. Οι εκτιμήσεις όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων το 1926 ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 1.400.000 περίπου ως ακολούθως (Κοινωνία των Εθνών 1997: 22):
Έλληνες της Μ. Ασίας και του Πόντου 1.000.000 περίπου
Έλληνες της Ανατολικής Θράκης  190.000
Έλληνες του Καυκάσου    30.000
Έλληνες της Βουλγαρίας    30.000
Έλληνες της Κωνσταντινούπολης    70.000 περίπου
           Πολύ σύντομα, ευτυχώς, αναλαμβάνουν δράση οι δυνάμεις της αλληλεγγύης και σπεύδουν να βοηθήσουν τα φιλανθρωπικά σωματεία, οι δήμοι και οι κοινότητες αλλά και οι απλοί πολίτες, που προσφέρουν από το υστέρημά τους. Ταυτόχρονα, ξένοι οργανισμοί στέλνουν τρόφιμα, ρουχισμό και φάρμακα. Πρώτος απ’ όλους ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός αναλαμβάνει να σιτίσει περισσότερους από μισό εκατομμύριο πρόσφυγες, ενώ τη φροντίδα των ορφανών αναλαμβάνει το επίσης αμερικανικό ίδρυμα ‘Near East Relief’. Από την κινητοποίηση αυτή δεν θα μπορούσε να λείψει και η Κοινωνία των Εθνών, στην οποία απευθύνθηκε η Ελληνική Κυβέρνηση, για να ζητήσει ηθική και τεχνική συμπαράσταση. Και το Σεπτέμβριο του 1923 συστήθηκε, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, ένας αυτόνομος και ανεξάρτητος οργανισμός με πλήρη νομική υπόσταση, αποστολή του οποίου ήταν η οργάνωση της εγκατάστασης και η εξασφάλιση της παραγωγικής απασχόλησης των προσφύγων. Η επιτροπή αυτή, η οποία ξεκίνησε το έργο της από τη Θεσσαλονίκη το Νοέμβριο του 1923, ήταν τετραμελής˙ τα δύο μέλη της διορίζονταν από την ελληνική πολιτεία και τα άλλα δύο, ανάμεσα στα οποία και ο Πρόεδρος, που προερχόταν υποχρεωτικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, υποδεικνύονταν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών. Πρώτος Πρόεδρός της ανέλαβε ο Αμερικανός Henry Morgenthau.(Νοταράς 1934: 8)
        H Ελληνική Κυβέρνηση δεσμεύτηκε να προσφέρει στην επιτροπή τα οικονομικά μέσα, το ανθρώπινο δυναμικό και τις εκτάσεις της γης, που θα διευκόλυναν το έργο της. Πράγματι, μέχρι το 1930, όταν και διαλύθηκε, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της περίπου 15.000.000.000 δρχ., προϊόν κυρίως εξωτερικών και εσωτερικών δανείων, και 7.500.000 στρέμματα γης, από τα οποία τα 4.800.000 ήταν καλλιεργήσιμα και τα 2.700.000 χέρσα και προέρχονταν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από εδάφη που εγκατέλειψαν οι περίπου 400.000 Τούρκοι στη Μακεδονία και στη Θράκη, όταν υποχρεώθηκαν να φύγουν από την Ελλάδα με τη Συνθήκη της Λωζάννης στα πλαίσια της Ανταλλαγής των πληθυσμών. Ταυτόχρονα, ο διοικητικός κρατικός μηχανισμός, ενισχυμένος με τεχνικούς και εργατικό δυναμικό κάθε κατηγορίας, βοήθησε τα μέγιστα στο δυσκολότατο έργο της ταξινόμησης των προσφύγων ανάλογα με τον τόπο της διαμονής τους ( αστικά κέντρα, μικρούς επαρχιακούς αστικούς οικισμούς, αγροτικούς και κτηνοτροφικούς οικισμούς της υπαίθρου) και το επάγγελμα που ασκούσαν στις πατρίδες τους, προκειμένου να οργανωθεί κατά τον καλύτερο τρόπο η ένταξή τους σε αστικά ή αγροτικά κέντρα. Σε όλη αυτή την προσπάθεια τους Έλληνες κρατικούς υπαλλήλους, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στην ανώτερη βαθμίδα, βοήθησε και μεγάλος αριθμός προσφύγων, ώστε να αντιμετωπιστούν με μεγαλύτερη επιτυχία τα οπωσδήποτε σύνθετα και πολύπλοκα προβλήματα. Άλλωστε, οι στόχοι της ελληνικής πολιτείας ήταν να αξιοποιηθούν πλήρως οι πρόσφυγες, ώστε:
α) να αυξηθεί ο ελληνικός πληθυσμός στις αραιοκατοικημένες εκτάσεις της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, να αλλάξει ο εθνικός χαρακτήρας των περιοχών αυτών με το μόνιμο και οριστικό εξελληνισμό τους και να αποκατασταθεί η σταθερότητα και η ασφάλειά τους˙
β) να αυξηθεί και να βελτιωθεί η γεωργική παραγωγή με τις γνώσεις που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες˙ και
γ) να αυξηθεί η βιομηχανική παραγωγή στην πρωτεύουσα και στα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα.
        Με αυτά τα εφόδια και με αυτούς τους στόχους η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων άρχισε τη δράση της από τη Θεσσαλονίκη το Νοέμβριο του 1923. Προτεραιότητά της η αγροτική αποκατάσταση: μέχρι το τέλος του 1928 δημιουργήθηκαν δύο χιλιάδες (2000) περίπου αγροτικοί οικισμοί, στους οποίους εγκαταστάθηκαν περίπου 150.000 οικογένειες- οι περισσότερες στη Μακεδονία και στη Θράκη˙ ένας σημαντικός αριθμός και στην Κρήτη. Δεν ήταν όμως απαλλαγμένο από τεράστιες δυσκολίες αυτό το επίτευγμα. Ο πληθυσμός που έπρεπε να μετακινηθεί προς τις νέες εγκαταστάσεις ήταν ταλαιπωρημένος και σε πολύ μεγάλο ποσοστό αποτελούνταν από ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά. Οι πιο πολλοί ήταν απογοητευμένοι από τη συντριβή των ελπίδων της επιστροφής στις πατρίδες τους και από την απώλεια αγαπημένων προσώπων και δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις των αρμοδίων για αποζημίωση των χαμένων περιουσιών τους. Αλλά και ο αγώνας για τη δημιουργία των καινούργιων αγροτικών οικισμών κατά των στοιχείων της φύσης υπήρξε σκληρός. Σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να μεταφερθούν σε αποστάσεις 200 ή 300 χιλιομέτρων χιλιάδες άνθρωποι και ζώα και τεράστιες ποσότητες υλικών (ξυλεία, τσιμέντο, τούβλα, μηχανές) χωρίς να υπάρχει οδικό δίκτυο, μέσα από ποτάμια και έλη, πάνω στις οροσειρές της Ροδόπης και της Πίνδου. Αλλά και ό,τι απόμεινε όρθιο βρέθηκε αντιμέτωπο με την ελονοσία και τη φυματίωση. Στη Μακεδονία κυρίως, όπου απορροφήθηκαν τα 4/5 του αγροτικού πληθυσμού, η ελονοσία βρισκόταν παντού: σμήνη κουνουπιών γύρω από τα μεγάλα ποτάμια και στις λίμνες με τα εκτεταμένα έλη σκόρπιζαν το θάνατο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, πριν γίνουν τα εγκαίνια του νέου χωριού, υπήρχε ανάγκη για την κατασκευή νεκροταφείου, που σε λίγο ήταν κι αυτό ανεπαρκές. Και δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ξεχάσουμε την ‘υποδοχή’ που επιφύλαξαν οι γηγενείς στους Μικρασιάτες Έλληνες. Στα μάτια των ντόπιων οι πρόσφυγες είναι οι ξενόφερτοι επιδρομείς, που απαιτούν ιδιαίτερη μεταχείριση από το Κράτος, που απειλούν να ανατρέψουν τα δικά τους δεδομένα. Κι η ένταση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, όταν έρχεται η ώρα της διανομής της γης, και οδηγεί πολλές φορές σε αιματηρές συγκρούσεις. Το επίθετο ‘πρόσφυγας’ παίρνει τώρα στα μάτια των ντόπιων την πιο υποτιμητική και περιφρονητική σημασία του, ενώ πλήθος άλλων χλευαστικών προσωνυμίων χρησιμοποιούνται, για να προσδιορίσουν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Κι η κοινωνική αντιπαράθεση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη εξαιτίας της κοινωνικής απομόνωσης, που επιβάλλει η εγκατάσταση των προσφύγων σε ιδιαίτερους χώρους, χωριά ή συνοικισμούς.
        Γρήγορα όμως ο πολυμέτωπος αγώνας τους αποδίδει καρπούς αξιοθαύμαστους. Και η αναγνώρισή του αποτυπώνεται στις εκτιμήσεις των φορέων που έχουν αναλάβει την αγροτική αποκατάσταση:
        Οι πρόσφυγες από το χρόνο της πρώτης τους εγκατάστασης παρουσίασαν εξαιρετική δραστηριότητα. Με περιορισμένα υλικά μέσα έχουν ήδη προχωρήσει στην εντατική καλλιέργεια των περιοχών που κατέχουν. Έχουν εκχερσώσει μεγάλες εκτάσεις γης και έχουν αξιοποιήσει άνυδρες περιοχές. Έχουν εισαγάγει στη χώρα νέες μεθόδους καλλιέργειας, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να βελτιωθεί η ποιότητα των προϊόντων.(Κοινωνία των Εθνών 1997: 94)
Τα ίδια σχεδόν αποτελέσματα έχει και η αστική αποκατάσταση των προσφύγων στις περιοχές της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Ελευσίνας, του Βόλου, της Έδεσσας. Οι μεγάλοι προσφυγικοί συνοικισμοί είναι πραγματικές πόλεις των είκοσι ή των τριάντα χιλιάδων κατοίκων. Η Καισαριανή, ο Βύρωνας, η Νέα Ιωνία, η Κοκκινιά, η Τούμπα, η Καλαμαριά θα είναι σε λίγο πόλεις γεμάτες ζωή.
        Σου είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι οι καλοντυμένοι άνδρες και γυναίκες, γεμάτοι ενεργητικότητα και κέφι για δουλειά και διασκέδαση, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που πριν τρία χρόνια αποβιβάστηκαν στις ακτές της Ελλάδας γυμνοί και πεινασμένοι, κρατώντας σε πολλές περιπτώσεις τα νεκρά παιδιά τους στην αγκαλιά (Κοινωνία των Εθνών 1997: 137).
        Τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 συνετέλεσαν καταλυτικά ,ώστε να σβήσει η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους ντόπιους και στους ‘ξενόφερτους’ Έλληνες. Έχουν περάσει από τότε ενενήντα χρόνια. Παρά τη φοβερή δοκιμασία ο Μικρασιατικός Ελληνισμός δεν χάθηκε. Οι ‘ξένοι’ του 1922, που δεν φορούν πια παπούτσια από λάστιχα αυτοκινήτων, είναι σήμερα ο κορμός του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους. Κάποιοι μίλησαν για ένα νέο ‘ελληνικό θαύμα’. Και ίσως έχει δίκιο εκείνος που δήλωσε, με αρκετή δόση υπερβολής ειν’ αλήθεια, πως «η νέα Ελλάς δεν εγεννήθη το 1821 αλλά το 1922˙ και οι πρόσφυγες υπήρξαν το νέο αίμα της».
Βιβλιογραφικές αναφορές
Κοινωνία των Εθνών (1997), Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα (μτφρ. Φιλοκτήτης και Μαρία Βεϊνόγλου), Αθήνα: Τροχαλία
Livre Jaune (1923), Conférence de Lausanne, τ. I, 176
Morgenthau, H. (1929), I was sent to Athens, New York, 50
Νοταράς, Μ. (1934), Η αγροτική αποκατάστασις των προσφύγων, Αθήνα
Σωτηρίου, Δ. (1962), Ματωμένα χώματα, Αθήνα: Κέδρος
0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *