Επιστημονικά Συνέδρια

Ποντιακή: μια πανάρχαια ελληνική διάλεκτος στις αρχές του 21ου αιώνα

Ποντιακή: μια πανάρχαια ελληνική διάλεκτος στις αρχές του 21ου αιώνα

 

Κανδηλάπτη Κλαυδία

Αθήνα

Αν και το φαινόμενο της υποχώρησης των διαλέκτων είναι παγκόσμιο, εν τούτοις υπάρχουν προσπάθειες που αντιστέκονται στο ρεύμα αυτό. Όσον αφορά την ποντιακή και εκ μέρους των ποντιακών σωματείων ή των ιδιωτών, οι προσπάθειες αυτές συνίστανται στη διδασκαλία της, σε εκδόσεις πρωτότυπων λογοτεχνικών δημιουργιών, αλλά κυρίως σε μεταφράσεις και θεατρικές παραστάσεις. Η αξιοποίηση του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών προσφέρει πολλές προοπτικές στη διάδοση και τη διατήρηση της διαλέκτου. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι δραστηριότητες που ξεκινούν με πρωτοβουλία της νεολαίας ή αυτές που απευθύνονται στους νέους και στα  μικρά παιδιά. Στόχος θα πρέπει να είναι αφενός η διατήρηση και η μετάδοση της διαλέκτου στις νεώτερες γενιές αλλά και η συλλογή υλικού που προέρχεται από τους μεγαλύτερους σε ηλικία.

Όταν πριν από μερικά χρόνια συνέτασσα ένα άλλο κείμενο με παραπλήσιο περιεχόμενο, που αφορούσε το μέλλον της ποντιακής διαλέκτου, ευχόμουν και επιθυμούσα, αλλά πραγματικά δεν περίμενα ότι, όχι πολλά χρόνια αργότερα, τα δεδομένα για την ποντιακή διάλεκτο θα ήταν τόσο θετικά και οι προοπτικές θα εμφανίζονταν τόσο ευοίωνες και μάλιστα αν συνυπολογίσει κανείς τη σημερινή οικονομική κρίση, τις επιπτώσεις της οποίας όλοι λίγο ή πολύ υφιστάμεθα. Αν πάντως η κρίση αυτή συνέβαλε ώστε – έστω και ορισμένοι από μας – να στραφούμε περισσότερο πίσω στις ρίζες μας, ας το δούμε αυτό σαν μια θετική παρενέργεια και ας μείνουμε σταθεροί στη στροφή αυτή.

Και οι διάλεκτοι της γλώσσας μας είναι από τα στοιχεία που μας συνδέουν όσο λίγα με το παρελθόν μας, αφού όλες ανεξαιρέτως  διασώζουν στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τα οποία δεν απαντούν στη σύγχρονη κοινή.

Το φαινόμενο της υποχώρησης και της σταδιακής εξαφάνισης των διαλέκτων είναι, ασφαλώς, κάτι που δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε. Πρόκειται για ένα φαινόμενο γενικευμένο και παγκόσμιο, που δεν αφορά μόνο τη χώρα μας και τις ελληνικές διαλέκτους αλλά και άλλες -ίσως όλες- τις χώρες καθώς και άλλες γλωσσικές ποικιλίες, ακόμα και ποικιλίες που χαρακτηρίζονται γλώσσες και όχι διάλεκτοι.

Ενώ όμως παρατηρείται αυτό, βλέπουμε ότι υπάρχουν εστίες αντίστασης πολύ ισχυρές και επίμονες, αποφασισμένες να αντιστρέψουν το ρεύμα.

Σ’ αυτές ακριβώς τις προσπάθειες που αφορούν συγκεκριμένα την ποντιακή διάλεκτο θα αναφερθώ στη συνέχεια και ειδικά σε πρωτοβουλίες που προέρχονται από την κοινωνία και από απλούς ομιλητές. Θεωρώ ότι αυτοί οι χώροι – των συλλόγων και των σωματείων, των απλών χρηστών της διαλέκτου, οι στάσεις και οι δραστηριότητές τους –  είναι που αποτελούν τους δείκτες για τη ζωτικότητα μιας διαλέκτου όπως η ποντιακή και μπορούν να καθορίσουν την πορεία της στο μέλλον.

Από τις δραστηριότητες λοιπόν αυτές, το πιο εντυπωσιακό εγχείρημα και αυτό από το οποίο αναμένονται τα πιο μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αφορά τη διδασκαλία της διαλέκτου. Όλο και περισσότεροι ποντιακοί σύλλογοι εντάσσουν, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους, μαθήματα όπου διδάσκεται η ποντιακή διάλεκτος.

Στο εμπόριο κυκλοφορούν ήδη δύο εγχειρίδια για το σκοπό αυτό.

Το πιο οργανωμένο και φιλόδοξο όμως σχέδιο για τη διδασκαλία της ποντιακής είναι αυτό του Πανελληνίου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών. Πρόκειται για συλλογικό εγχείρημα που βασίζεται σε εργασία των πλέον, ίσως, αρμοδίων. Το εγχειρίδιο που έχουν ετοιμάσει αναμένεται να εκδοθεί σύντομα και στη συνέχεια να ξεκινήσουν τα μαθήματα από πιστοποιημένους, όπως αναφέρεται σε ανακοινώσεις του συνδέσμου, εκπαιδευτικούς, στο Δήμο Θεσσαλονίκης και σε άλλους δήμους της χώρας. Το πρόγραμμα μάλιστα έχει τη στήριξη του Υπουργείου Παιδείας και τα μαθήματα προβλέπεται να γίνονται σε Κέντρα Δια Βίου Μάθησης των αντίστοιχων Δήμων.

Για άλλη μια φορά το ποντιακό στοιχείο κάνει μια δυναμική κίνηση για να προβάλει και να διατηρήσει τον πολιτισμό του.

Δύο επισημάνσεις, μόνο, πάνω στο θέμα αυτό. Η πρώτη αφορά το ζήτημα της τυποποίησης, ζήτημα που προκύπτει σε κάθε περίπτωση παρόμοιας απόπειρας για τη διδασκαλία μιας γλωσσικής ποικιλίας η οποία δεν έχει “επίσημη” μορφή, καθώς  μια διάλεκτος δεν είναι ενιαία αλλά εμπεριέχει αρκετά επί μέρους ή κατά τόπους ιδιώματα. Ποια μορφή, επομένως, θα επιλέξουμε να διδάξουμε; Ποιο ιδίωμα από όλα; Μια διαδικασία τυποποίησης είναι απαραίτητη ή μάλλον αναπόφευκτη όταν συντάσσονται εγχειρίδια διδασκαλίας. Ίσως η τυποποίηση είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κανείς αν έχει στόχο να διδάξει οποιαδήποτε γλωσσική ποικιλία σε ευρείες ομάδες πληθυσμού.

Ασφαλώς, στην περίπτωση ειδικά της ποντιακής, αυτό το ζήτημα έχει εν πολλοίς λυθεί εκ των πραγμάτων, καθώς λόγω της ανάμιξης των ποντιακών πληθυσμών στον Ελλαδικό χώρο η διάλεκτος έχει ήδη υποστεί μια διαδικασία ομοιογενοποίησης, η οποία βέβαια δεν είναι απόλυτη, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορετικοί λεκτικοί τύποι ή τρόποι προφοράς για την ίδια έννοια. Αυτό που πρέπει, λοιπόν, οπωσδήποτε να αποφύγουμε είναι ο εξοβελισμός ιδιωματικών τύπων με την ιδέα ότι “δεν είναι σωστά ποντιακά”. Θα ήταν μια ασυγχώρητη απώλεια για τον πλούτο της διαλέκτου την οποία κατά τα άλλα επιδιώκουμε να διατηρήσουμε.

Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με την σημασία της παραγωγής ηχογραφημένου υλικού που θα πρέπει να συνοδεύει ένα εγχειρίδιο, καθώς η ποντιακή χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα στοιχεία προφοράς που δεν συναντάμε στην κοινή νεοελληνική και τα οποία δεν γίνονται σαφή και κατανοητά από όλους όταν αποτυπωθούν με σύμβολα στο χαρτί. Απ’ όσο γνωρίζω, πάντως, ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ποντίων Εκπαιδευτικών έχει ήδη προβλέψει γι’ αυτό.

Δεν είναι όμως μόνο οι εκδόσεις των εγχειριδίων για τη διδασκαλία της ποντιακής που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Στον εκδοτικό τομέα έχουμε πλήθος βιβλίων και περιοδικών με καταγραφές και κείμενα στην ποντιακή διάλεκτο. Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν οι πρωτότυπες δημιουργίες, όπως το “Ροδάφνον” του Κώστα Διαμαντίδη.

Περισσότερο δραστήρια εμφανίζεται η ποντιακή όμως στον τομέα της μετάφρασης ή της μεταγλώττισης, τομέα στον οποίο έχει μια μακρά παράδοση. Θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε τη μετάφραση σε σχέση με την πρωτότυπη δημιουργία. Αν εξετάσουμε το θέμα από την πλευρά της γλωσσικής κοινότητας έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η σημασία της είναι τουλάχιστον ισότιμη, αν όχι μεγαλύτερη από αυτή της παραγωγής πρωτότυπου κειμένου. Η εκπόνηση μιας μετάφρασης, το ότι δηλαδή κάποιος μπαίνει στη διαδικασία να μεταφράσει, σημαίνει πως υπάρχει ήδη ένα κοινό που ενδιαφέρεται και είναι έτοιμο να δεχτεί το μεταφρασμένο έργο.  Το γεγονός ότι υπάρχει ένα κοινό λοιπόν για τις μεταφράσεις στα ποντιακά αποτελεί σαφή δείκτη ζωτικότητας της διαλέκτου. Από την πλευρά του πάλι, ο μεταφραστής μπαίνει συχνά στη διαδικασία να καταβάλει προσπάθειες και ενδεχομένως να ερευνήσει για την απόδοση ορισμένων φράσεων που του προκαλούν δυσκολία. Έτσι, άλλοτε ανασύρει και ανακαλύπτει εκφράσεις  που ενδεχομένως να μην τις γνώριζε εξ αρχής ο ίδιος, ενίοτε δε επινοεί νέες λέξεις· στη συνέχεια, οι λέξεις αυτές, παλιές και νεοδημιούργητες,  περνούν σε ένα ευρύτερο κοινό. Η εργασία του μεταφραστή επομένως είναι εξαιρετικά υπεύθυνη και σοβαρή, αφού με το έργο του έχει τη δυνατότητα να δώσει νέα πνοή στη διάλεκτο.

Η μακρά μεταφραστική παράδοση της ποντιακής, για την οποία έγινε νύξη προηγουμένως, και η οποία γνώρισε μεγάλη άνθιση κυρίως την εποχή του μεσοπολέμου στις πρώην Σοβιετικές Χώρες, αφορά εν πολλοίς το θέατρο. Παράλληλα με τις πρωτότυπες δημιουργίες, η παράδοση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αναφέρω για παράδειγμα τη μετάφραση της Μήδειας του Ευριπίδη, της μυθικής βασιλοπούλας από τη ευξεινοποντική Κολχίδα, που έγινε λίγα χρόνια πριν, από τον πρόσφατα και πρόωρα χαμένο Χρήστο Αντωνιάδη.

Μπορεί η Νέα Ποντιακή Σκηνή του Λάζου Τερζά να μην είναι πλέον ενεργή αλλά οι επίγονοί της είναι πολλοί και σίγουρα πολλοί από αυτούς είναι αντάξιοι.

Το θέατρο δεν έπαψε να θεραπεύεται από τα διάφορα ποντιακά σωματεία στον Ελλαδικό χώρο, καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους. Μεγάλος αριθμός συλλόγων διαθέτει ή οργανώνει κατά καιρούς θεατρική ομάδα. Ξεχωριστός είναι ο ρόλος σωματείων όπως οι «Μωμόγεροι» και ο «Καλλιτεχνικός Οργανισμός Ποντίων Αθηνών», που εδρεύουν στο δήμο της Καλλιθέας Αττικής. Όσον αφορά ειδικά τον “Κ.Ο.Π.Α.”, το διαλεκτικό θέατρο αποτελεί το επίκεντρο της δραστηριότητάς του, η οποία επανεμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη και πλούσια τα τελευταία χρόνια. Ο δυναμισμός όμως του ποντιακού θεάτρου διαφαίνεται και από το γεγονός ότι έχει ξεφύγει από τα όρια του στενά ποντιακού χώρου. Η Ποντιακή Σκηνή του ΚΘΒΕ που μας είχε δώσει αρκετές παραστάσεις τα προηγούμενα χρόνια επαναλειτούργησε την τελευταία θεατρική περίοδο, ανανεωμένη, με μετάφραση στα ποντιακά αγγλόφωνου θεατρικού έργου.

Επιτρέψτε μου εδώ να διατυπώσω την άποψη ότι το θέατρο σε σύγκριση με τα μαθήματα είναι εξ ίσου ή και περισσότερο ζωτικό για μια γλώσσα ή μια διάλεκτο που βρίσκεται σε κίνδυνο· και αυτό επειδή αποτελεί κάτι πιο ζωντανό, εμπεριέχει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το χαρακτηριστικό της κοινωνικότητας και συνδυάζει επίσης το στοιχείο της ψυχαγωγίας και της δράσης: είναι κάτι πιο ενεργητικό και πιο ευχάριστο από τη διδασκαλία. Διαθέτει επίσης το στοιχείο της μαζικότητας καθώς απαιτεί όχι μόνο από τους συντελεστές, αλλά και από τους θεατές να έχουν γνώση της γλωσσικής ποικιλίας που χρησιμοποιείται· ή – και αυτό είναι ακόμα πιο ουσιαστικό – τους βάζει στη διαδικασία να την αποκτήσουν.

Το διαδίκτυο επίσης είναι ένας τόπος όπου η διάλεκτος έχει αποκτήσει ένα νέο βήμα. Η ποντιακή βικιπαίδεια λειτουργεί ήδη από το 2007 και τα λήμματά της ολοένα αυξάνονται.  Αξίζει να αναφερθεί ότι η δημιουργία της ξεκίνησε από τρεις Ποντίους που ζουν στη Γερμανία, ενώ στην ανάπτυξή της συμβάλλουν Πόντιοι από κάθε γωνιά της γης. Η δυνατότητα ελεύθερης επικοινωνίας που προσφέρεται μέσω του διαδικτύου είναι πολύτιμη για την ανάπτυξη δεσμών μεταξύ των μελών της ποντιακής κοινότητας ανά την υφήλιο και μπορεί να ενισχύσει τη χρήση της διαλέκτου.

Ο ρόλος του διαδικτύου εμφανίζεται μείζων  και οι προοπτικές και οι δυνατότητές του δεν έχουν εξαντληθεί ακόμα. Στις ιστοσελίδες που έχουν διαμορφώσει ιδιώτες βρίσκει κανείς από ταπεινές συνταγές φαγητών μέχρι επιστημονικές εργασίες αλλά και συγκεντρώσεις λέξεων, παροιμιών, παραδόσεων, τραγουδιών καθώς και ποικίλο ηχογραφημένο υλικό. Επί πλέον μπορεί να ακούσει ποντιακούς ραδιοσταθμούς που μέσω του διαδικτύου στέλνουν τη φωνή τους σε κάθε γωνιά της γης. Μεταξύ αυτών και το “Ράδιο Πόντος” με έδρα τη Στοκχόλμη. Η απήχηση που έχουν οι εφαρμογές του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών στη νεολαία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ακόμα περισσότερο στο μέλλον.

Και είναι πολύ θετικό ότι η ίδιοι οι εκπρόσωποι της Ποντιακής Νεολαίας στην 7η συνάντησή τους, το Σεπτέμβριο του 2011, παρουσίασαν πολύ ευρηματικές εφαρμογές και προτάσεις για την αξιοποίηση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας – και όχι μόνο – στη διάδοση της χρήσης της ποντιακής διαλέκτου μεταξύ των νέων.

Ο βαθμός στον οποίο χρησιμοποιούν τη διάλεκτο οι νεώτερες γενιές αλλά και η στάση τους απέναντί της αποτελεί την κρισιμότερη ένδειξη για το μέλλον της. Το θέμα “Ένταξη της ποντιακής διαλέκτου στην καθημερινότητα των νέων” που επέλεξαν για τη συνάντηση που προαναφέραμε φανερώνει το θερμό και ειλικρινές ενδιαφέρον των νεαρών Ποντίων που αναζητούν άμεσους και συγκεκριμένους τρόπους ώστε να γίνει η ποντιακή διάλεκτος μέρος της ζωής τους. Και αυτό γιατί διαπιστώνουν ότι πρόκειται για εκείνο το στοιχείο της ταυτότητάς τους, του πολιτισμού τους, που κινδυνεύει περισσότερο. Αν η διάθεσή τους παραμείνει σταθερή και οι προσπάθειές τους συνεχιστούν και ενισχυθούν, τότε μπορούμε πραγματικά να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον της ποντιακής.

Το μήνυμα που στέλνουν οι νέοι και το σήμα κινδύνου που εκπέμπει η ποντιακή διάλεκτος, φαίνεται πάντως ότι έχει ληφθεί από τους παλαιότερους. Ήδη αναφερθήκαμε στους Πόντιους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι αντιλαμβάνονται και αναλαμβάνουν το χρέος τους απέναντι στους υπόλοιπους Πόντιους και τις νεότερες γενιές.

Δεν είναι όμως μόνο αυτοί. Είναι και αρκετοί άλλοι εκπαιδευτικοί, Πόντιοι και μη, της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι με προσωπική τους πρωτοβουλία συντονίζουν μαθητικές εργασίες που αφορούν είτε την ίδια τη διάλεκτο είτε τη συλλογή και καταγραφή υλικού, διαλεκτικού και λαογραφικού ταυτόχρονα αλλά και ιστορικού. Παράδειγμα η εργασία που πραγματοποιήθηκε από μαθητές του 5ου Γυμνασίου Αιγάλεω με την εποπτεία του φιλολόγου Χρίστου Δάλκου πριν από τρία περίπου χρόνια.

Πέρα όμως από τις κυρίως εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες, υπάρχουν και άλλες δημιουργικές δραστηριότητες, από τη μεριά των ποντιακών συλλόγων και των μελών τους, που απευθύνονται σε μικρά παιδιά. Αναφέρω ενδεικτικά τη διοργάνωση παιδικών θεατρικών παραστάσεων (παραστάσεων από παιδικούς θιάσους),  όπως του ποντιακού συλλόγου Θρυλορίου Ροδόπης, τις εκδόσεις για παιδιά παραδοσιακών παραμυθιών στην ποντιακή διάλεκτο που συνοδεύονται μάλιστα από DVD με κινούμενα σχέδια, όπως αυτό που ετοίμασε Ένωση Ποντίων Πιερίας ή ορισμένα παιγνίδια που επινόησε και προτείνει η Χρύσα Μαυρίδου, μέλος του Δ. Σ. και συντονίστρια της Επιτροπής Πολιτισμού της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος.

Ζούμε σε μια περίεργη ή έστω μεταβατική εποχή όπου σε πολλές περιπτώσεις η μετάδοση της μητρικής γλώσσας ή εν προκειμένω της μητρικής διαλέκτου από γενιά σε γενιά δεν γίνεται ή δεν μπορεί να γίνει στο χώρο του σπιτιού και της οικογένειας όπως – φυσιολογικά –  γινόταν ως τώρα, αλλά έχει μετατεθεί – όπου βέβαια είναι αυτό δυνατόν – σε άλλους χώρους, στο χώρο του σχολείου ή του συλλόγου. Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους αλλά εδώ θα περιοριστώ μόνο σε έναν:  στο ότι οι γονείς δεν γνωρίζουν ή αισθάνονται ότι δεν γνωρίζουν επαρκώς τη γλώσσα που κατά τα άλλα επιθυμούν να μεταδώσουν στα παιδιά τους. Η αλήθεια είναι ότι εδώ υπάρχει ένας αδύναμος κρίκος· δεν θα ήθελα να πω ότι ο κρίκος έχει σπάσει, ότι έχει χαθεί. Το ουσιαστικό είναι ότι ο κρίκος αυτός – η γενιά δηλαδή που βρίσκεται σήμερα λίγο πριν τη μέση ηλικία – αναγνωρίζει αυτή την αδυναμία, ενώ ταυτόχρονα επιθυμεί και κάνει έμπρακτες προσπάθειες να την ξεπεράσει.

Και αν η μετάδοση της διαλέκτου στις νέες γενιές θα γίνεται στο εξής όχι με τον παραδοσιακό τρόπο, πατροπαράδοτα ή – περισσότερο, θα έλεγα, αν μου επιτρέπεται η έκφραση – μητρο-παράδοτα, όπως γινόταν μέχρι πρότινος, νομίζω ότι είναι μια πραγματικότητα από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, αλλά θα πρέπει να την αναγνωρίσουμε, να την αποδεχτούμε και να βρούμε τρόπους να λειτουργήσουμε μέσα σε αυτήν, επινοώντας νέους τρόπους και δρόμους αντί να θρηνούμε για κάτι που δεν έχει χαθεί ακόμα.

Η διατήρηση, λοιπόν, της διαλέκτου ζωντανής και όχι μόνο στα χαρτιά είναι πλέον θέμα συνειδητής επιλογής – ειδικά για μια διάλεκτο όπως τα ποντιακά στην Ελλάδα που δεν έχουν αποκλειστικά δικό τους γεωγραφικό χώρο. Ποιο είναι το καθήκον μας, λοιπόν; Αν όχι να μεταδώσουμε σώνει και καλά τη διάλεκτο, όμως οπωσδήποτε να προσφέρουμε και να παροτρύνουμε τα παιδιά μας στην επιλογή αυτή.

Άποψή μου είναι ότι θα πρέπει να κινηθούμε σε δύο άξονες:

Η διάδοση και η διατήρηση της χρήσης της ποντιακής μέσω μαθημάτων, θεατρικών παραστάσεων, μεταφράσεων, εκδόσεων ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου είναι ο ένας τομέας. Οπωσδήποτε σε κοινωνικό επίπεδο τέτοιες ενέργειες είναι σωτήριες για τη διάλεκτο και αποτελούν ισχυρότατες ενέσεις ζωτικότητας.

Παράλληλα όμως δεν θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την αναζήτηση, τη συγκέντρωση και καταγραφή υλικού. Είναι ένας τομέας πιο ευάλωτος, καθώς έχει αντίπαλό του το χρόνο, αφού το υλικό μας το συλλέγουμε από τις μεγαλύτερες σε ηλικία γενιές. Οι παλαιότεροι Πόντιοι που ζουν σε αμιγώς ποντιακά – ή με μεγάλη πυκνότητα ποντιακού πληθυσμού – χωριά στη Βόρεια Ελλάδα, εκείνοι που ήρθαν ή ζουν ακόμα στις πρώην Σοβιετικές Χώρες και αυτοί που έχουν παραμείνει στον Πόντο, είναι οι πηγές που θα πρέπει να αξιοποιηθούν το συντομότερο δυνατόν. Τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα διευκολύνουν αφάνταστα τη συλλογή ηχητικού ή και οπτικού υλικού και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από όλους μας. Είναι κάτι που μπορεί να κάνει ο καθένας ως χρέος απέναντι στους γονείς, στους παππούδες, στους προγόνους του. Το υλικό που θα συγκεντρώσουμε θα είναι πολύτιμο και για την ευρύτερη κοινότητα αλλά και για τον καθένα από μας προσωπικά. Επί πλέον, πέρα από τη γλωσσική θα έχει οπωσδήποτε και άλλη σημασία, πολιτιστική, κοινωνιολογική ή ακόμα και ιστορική. Ας εκμεταλλευτούμε θετικά, ουσιαστικά και δημιουργικά την πρόσβαση και την ευκολία που έχουμε όλοι σήμερα – και ακόμα περισσότερο οι νεώτεροι – στη χρήση της τεχνολογίας. Ας μην αφήσουμε το έργο αυτό μόνο στους ειδικούς ερευνητές. Δεν έχουμε την πολυτέλεια, ούτε το χρόνο για κάτι τέτοιο.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές (ενδεικτικές)

Asan, O., (1998, 2007), Ο πολιτισμός του Πόντου, Θεσσαλονίκη: εκδοτικός οίκος αφών Κυριακίδη α.ε.

Γεωργιάδης, Ιω., (2011), Το ποντιακό θέατρο ως μέσο εκμάθησης της ποντιακής διαλέκτου, 7η Πανελλήνια συνάντηση Ποντιακής Νεολαίας της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος

Δάλκος, Χρ., (2010-2011), Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του «Ανθολογίου ποντιακού διαλεκτικού λόγου», Στο περιοδικό Η Αίθουσα,  16: 71-75

«Η ποντιακή διάλεκτος άλλοτε και τώρα», (1995), Διεθνής επιστημονική διημερίδα, Αθήνα 8-9 Οκτωβρίου 1994, «Αρχείον Πόντου», περιοδικόν σύγγραμμα, τ. 46ος, Αθήνα: έκδοση Επιτροπής Ποντιακών Μελετών

Κοντοσόπουλος, Γ., Ν., (1994), Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής, Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη

Μαυρίδου Χρ., (2011), Η ποντιακή διάλεκτος εκπέμπει SOS, 7η Πανελλήνια συνάντηση Ποντιακής Νεολαίας της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος

Μουρατίδης, Ερμ., (1995), Το ποντιακό θέατρο, Νότια Ρωσία-Γεωργία-Ουκρανία 1810-1917, Θεσσαλονίκη: εκδοτικός οίκος αφών Κυριακίδη

Ντίνας, Κ., (2006), Η ποντιακή διάλεκτος: παρελθόν, παρόν και μέλλον (;), εισήγηση στη 2η Πανελλήνια συνάντηση Ποντιακής Νεολαίας

Παπαδόπουλος, Α., Άνθ., (1955), Ιστορική γραμματική της ποντικής διαλέκτου, Αθήνα: έκδοση Επιτροπής Ποντιακών Μελετών

Παπαδόπουλος, Α., Άνθ., (1958), Ιστορικό λεξικό της ποντικής διαλέκτου, Αθήνα: έκδοση Επιτροπής Ποντιακών Μελετών

Παυλίδης,  Αντ., (2011), Η έκδοση ενός επιστημονικά άρτιου εγχειριδίου για τη διδασκαλία της ποντιακής διαλέκτου ως εργαλείο για τη διατήρησή της στο μέλλον, 7η Πανελλήνια συνάντηση Ποντιακής Νεολαίας της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος

Πετρόπουλος, Ηλ., (2011), Η ποντιακή διάλεκτος μέσα από το τραγούδι, 7η Πανελλήνια συνάντηση Ποντιακής Νεολαίας της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος

Τομπαΐδης, Δ., (2009), Διδασκαλία και διάδοση της ποντιακής διαλέκτου, Πανηγυρική ομιλία κατά την έναρξη του 5ου Επιστημονικού Συνεδρίου του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών

Tursun, V., (2007), Στον Πόντο δε μιλάνε τα ρωμαίικα πια, Καθημερινή της Κυριακής, 4 Μαρτίου 2007

Διαδικτυακές πηγές (ενδεικτικές)

http://abnet.agrino.org/htmls/D/D011.html

http://pnt.wikipedia.org

http://epontos.blogspot.gr

http://kars1918.wordpress.com

http://malkidis.blogspot.gr

http://neolaia.poe.org.gr

http://www.paratiritis-news.gr/detailed_article.php?id=147396&categoryid=123237

http://pontosandaristera.wordpress.com

http://pontosworld.com

http://www.dreampontos.com

http://www.pontos.gr

 

Η ένταξη των προσφύγων Μ.Ασίας και Ανατολικής Θράκης (1922) στην Ελληνική Κοινωνία

Η ένταξη των προσφύγων Μ. Ασίας και Ανατολικής Θράκης (1922) στην ελληνική κοινωνία.
Γεώργιος Αρχοντάκης
Πειραιάς
         H εισήγηση αναφέρεται στις δραματικές παρενέργειες που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και η μοναδική στα παγκόσμια ιστορικά χρονικά απόφαση της Συνθήκης της Λωζάννης (1923) για Υποχρεωτική Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Οι Έλληνες της ευρύτερης Μ. Ασίας και της Ανατολικής Θράκης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βίαια τις επί τρεις χιλιάδες χρόνια πατρογονικές εστίες τους, την πλουσιότατη πολιτιστική κληρονομιά τους και την εκπληκτική οικονομική τους δραστηριότητα και να εγκατασταθούν στη μητροπολιτική Ελλάδα, η οποία μαστιζόταν από τεράστια οικονομικά και πολιτικά προβλήματα. Με τη βοήθεια φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και άλλων φορέων, της Κοινωνίας των Εθνών και της, υπό την αιγίδα της, Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, αλλά κυρίως με το δικό τους αγώνα για επιβίωση, οι περίπου 1.500.000 Έλληνες πρόσφυγες κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της εγκατάστασης στις νέες εστίες τους (ανάμεσά τους την αντίδραση των ντόπιων πληθυσμών και τις θανατηφόρες ασθένειες) και να αποτελέσουν τον κορμό του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους.
        Έχουν συμπληρωθεί ήδη περισσότερα από ενενήντα χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και η τραγωδία του 1922 φαίνεται πως έχει ‘αποσυρθεί’ στο βάθος της μνήμης όχι μόνο της σημερινής γενιάς – αυτή ίσως ούτε καν υποπτεύεται τι συνέβη τότε- αλλά και όλων αυτών που θεωρούν πως έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν ή και να διαμορφώνουν τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.
        Κι έχει απομείνει ως μόνο μας μέλημα- στο όνομα της αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας- να αναζητούμε τους υπαίτιους της συμφοράς , να αποδίδουμε τις ευθύνες στη Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων ή στη μικρόψυχη συμπεριφορά των Ευρωπαίων ‘συμμάχων’ τους ή στην εθνικιστική πολιτική των Νεότουρκων του Κεμάλ. Αποφεύγουμε όμως να δούμε στα μάτια την ωμή πραγματικότητα, τη Γενοκτονία δηλαδή ενός ολόκληρου λαού. Κι αφήνουμε να περάσει σχεδόν απαρατήρητη η μοναδική στα παγκόσμια ιστορικά χρονικά Υποχρεωτική Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών, που, κατά τη δήλωση του προεδρεύοντος της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης το Δεκέμβριο του 1922, Λόρδου Curzon «αποτελεί λύσιν ιδιαιτέρως απεχθή, της οποίας το όνειδος θα φέρει η Οικουμένη επί ένα αιώνα» (Conférence de Lausanne 1923: 176). Και μοιάζει να θεωρούμε φυσιολογική την ολοκληρωτική εξαφάνιση ενός πολιτισμού που άνθισε για τρεις χιλιάδες χρόνια μέχρι τα βάθη της ‘Ελάσσονος Ασίας’ και πρόσφερε απλόχερα τα φώτα του σ’ αυτούς που σήμερα φαντάζουν ταγοί της ‘πολιτισμένης’ ανθρωπότητας.
         Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή κι ας δούμε ποιος ήταν ο Ελληνισμός από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Η Διδώ Σωτηρίου είναι πρόθυμη να μας ξεναγήσει:
        Μόλις βγήκα στην προκυμαία της Σμύρνης, τα ξέχασα όλα, ακόμη και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ… Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τα τραμ που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνο το χαρωπό ξένοιαστο κόσμο, που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία και έμοιαζε να ζει σε πανηγύρι κι όχι μια κοινή καθημερινή μέρα δουλειάς! Κι εκείνες οι Σκάλες!… Εδώ γινόταν το μπάρκο˙ έφευγε ο βλοημένος καρπός της Aνατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι… Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι Ελληνικά, ακόμη κι οι Τούρκοι και οι Λεβαντίνοι και οι Οβραίοι και οι Αρμεναίοι. Κι ο Φραγκομαχαλάς ήταν γεμάτος μεγάλα καταστήματα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών μέχρι σκαρπίνια για Σταχτοπούτες. Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα ’πρεπε να είναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες(Σωτηρίου 1962).
             Ο πλούτος δεν ήταν όμως μόνο υλικός. Κι η πνευματική ζωή είχε μεγάλο μερίδιο της φροντίδας των Μικρασιατών. Στις 967 ελληνικές κοινότητες της Μ. Ασίας, στις οποίες κατοικούσαν περίπου 1.750.000 Έλληνες, το 1907 λειτουργούσαν 1237 σχολεία (985 αρρεναγωγεία και 252 παρθεναγωγεία), στα οποία φοιτούσαν συνολικά 115.515 μαθητές και μαθήτριες˙ κι οι Κοινότητες δαπανούσαν για τη συντήρησή τους 3.000.000 χρυσά φράγκα. Στην Ανατολική Θράκη φοιτούσαν 30.000 περίπου μαθητές, ενώ στον Πόντο στις παραμονές της καταστροφής (το 1919) τα σχολεία ξεπερνούσαν τα 1000 και ο αριθμός των μαθητών πλησίαζε τις 85.000.Την ίδια αυτή περίοδο, από το 1895 μέχρι το 1920, στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος, με πληθυσμό 5.500.000 περίπου κατοίκων, είχαν ανεγερθεί 498 σχολικά κτήρια, που τα πιο πολλά βρίσκονταν σε κακή κατάσταση, με δυσάρεστες συνέπειες όχι μόνο για τη μόρφωση αλλά και για την υγεία των μαθητών.
          Και ξαφνικά όλα άλλαξαν. Τη χαρά της ζωής διαδέχτηκε ο πόνος, η καταστροφή, ο θάνατος. Κι ο θρήνος του ποιητή αποτύπωσε το σπαραγμό των απλών ανθρώπων: «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα˙ πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί…»
         Περίπου ενάμιση εκατομμύριο ανθρώπινα ναυάγια βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη ως πρόσφυγες στη μητροπολιτική Ελλάδα. Κι ήταν όλοι αυτοί Έλληνες (‘ξένοι’ για τους αυτόχθονες παλαιοελλαδίτες αλλά Έλληνες στην καταγωγή), ήταν πάρα πολλοί, ήρθαν όλοι μαζί μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και, το πιο σημαντικό, δεν επέλεξαν οι ίδιοι τη μοίρα τους.
Είδα στο λιμάνι ένα πλοίο με πρόσφυγες που αγκυροβολούσε. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τέτοιο τραγικό θέαμα… Εφτά χιλιάδες άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι σ’ ένα πλοίο, που κανονικά είχε χωρητικότητα δύο χιλιάδων. Ήταν στη θάλασσα τέσσερεις μέρες. Δεν υπήρχε χώρος να ξαπλώσουν. Δεν είχαν τρόφιμα. Δεν υπήρχαν τουαλέτες. Επί τέσσερεις μέρες και νύχτες στέκονταν στο κατάστρωμα, κάτω από τη φθινοπωρινή βροχή, μέσα στο κρύο της νύχτας, κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού. Έφτασαν στο λιμάνι κουρελιασμένοι, πεινασμένοι, άρρωστοι, ψειριασμένοι, αποπνέοντες ανθρώπινη μιζέρια κι απελπισία (Morgenthau 1929: 50).
Η περιγραφή ανήκει στον Henri Morgenthau, τον πρώτο Πρόεδρο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων και αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος ο Morgenthau δίνει μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην Αθήνα:
Η όψη της πόλης άλλαξε μέσα σε λίγες μέρες. Οι δρόμοι γέμισαν κόσμο, μελαχροινές φυσιογνωμίες, κοστούμια γυναικών από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Πάνω στους λόφους της Αθήνας ξεφύτρωσαν σκηνές καμωμένες με τσουβάλια, παράγκες φτιαγμένες με γκαζοτενεκέδες της Standard Oil. Οι ξυπόλυτοι πρόσφυγες φόρεσαν παπούτσια από λάστιχα αυτοκινήτων και ντύθηκαν με σάκους από αλεύρι. Κονσερβοκούτια χρησίμευαν για κατσαρόλες. Άνθρωποι άλλοτε ευκατάστατοι γεύονταν την πικρή δημοκρατία της δυστυχίας (Morgenthau 1929: 50).
Και όλα αυτά δύο μόλις χρόνια μετά τη θριαμβευτική Συνθήκη των Σεβρών, που επέτρεψε στην Ελλάδα να καυχιέται πως άπλωσε τα σύνορά της σε δύο ηπείρους και σε πέντε θάλασσες. Στη θέση αυτού του λαμπρού οικοδομήματος βρίσκονται τώρα τα συντρίμμια ενός Κράτους, που σπαράσσεται από την οικονομική δυσπραγία, την έκρυθμη πολιτική κατάσταση, την οξυμμένη κομματική αντιπαράθεση, την αποδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού. Μόνο πρόχειρα  λοιπόν και αποσπασματικά μπορεί να αντιδράσει, όταν καλείται, μέσα στους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από τη Μικρασιατική Καταστροφή, να αναλάβει με μόνες τις δικές του δυνάμεις το τιτάνιο έργο της ικανοποίησης των άμεσων αναγκών ενός και πλέον εκατομμυρίου προσφύγων. Η απογραφή του 1928 κατέγραψε περίπου 1.222.000, από τους οποίους το 66% ήταν γυναίκες και παιδιά κάτω των δέκα ετών˙ ανάμεσά τους περιλαμβάνονται και 152.000 περίπου, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους από την έναρξη του Ά Παγκόσμιου Πολέμου (1914) μέχρι το 1919. Οι εκτιμήσεις όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων το 1926 ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 1.400.000 περίπου ως ακολούθως (Κοινωνία των Εθνών 1997: 22):
Έλληνες της Μ. Ασίας και του Πόντου 1.000.000 περίπου
Έλληνες της Ανατολικής Θράκης  190.000
Έλληνες του Καυκάσου    30.000
Έλληνες της Βουλγαρίας    30.000
Έλληνες της Κωνσταντινούπολης    70.000 περίπου
           Πολύ σύντομα, ευτυχώς, αναλαμβάνουν δράση οι δυνάμεις της αλληλεγγύης και σπεύδουν να βοηθήσουν τα φιλανθρωπικά σωματεία, οι δήμοι και οι κοινότητες αλλά και οι απλοί πολίτες, που προσφέρουν από το υστέρημά τους. Ταυτόχρονα, ξένοι οργανισμοί στέλνουν τρόφιμα, ρουχισμό και φάρμακα. Πρώτος απ’ όλους ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός αναλαμβάνει να σιτίσει περισσότερους από μισό εκατομμύριο πρόσφυγες, ενώ τη φροντίδα των ορφανών αναλαμβάνει το επίσης αμερικανικό ίδρυμα ‘Near East Relief’. Από την κινητοποίηση αυτή δεν θα μπορούσε να λείψει και η Κοινωνία των Εθνών, στην οποία απευθύνθηκε η Ελληνική Κυβέρνηση, για να ζητήσει ηθική και τεχνική συμπαράσταση. Και το Σεπτέμβριο του 1923 συστήθηκε, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, ένας αυτόνομος και ανεξάρτητος οργανισμός με πλήρη νομική υπόσταση, αποστολή του οποίου ήταν η οργάνωση της εγκατάστασης και η εξασφάλιση της παραγωγικής απασχόλησης των προσφύγων. Η επιτροπή αυτή, η οποία ξεκίνησε το έργο της από τη Θεσσαλονίκη το Νοέμβριο του 1923, ήταν τετραμελής˙ τα δύο μέλη της διορίζονταν από την ελληνική πολιτεία και τα άλλα δύο, ανάμεσα στα οποία και ο Πρόεδρος, που προερχόταν υποχρεωτικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, υποδεικνύονταν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών. Πρώτος Πρόεδρός της ανέλαβε ο Αμερικανός Henry Morgenthau.(Νοταράς 1934: 8)
        H Ελληνική Κυβέρνηση δεσμεύτηκε να προσφέρει στην επιτροπή τα οικονομικά μέσα, το ανθρώπινο δυναμικό και τις εκτάσεις της γης, που θα διευκόλυναν το έργο της. Πράγματι, μέχρι το 1930, όταν και διαλύθηκε, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της περίπου 15.000.000.000 δρχ., προϊόν κυρίως εξωτερικών και εσωτερικών δανείων, και 7.500.000 στρέμματα γης, από τα οποία τα 4.800.000 ήταν καλλιεργήσιμα και τα 2.700.000 χέρσα και προέρχονταν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από εδάφη που εγκατέλειψαν οι περίπου 400.000 Τούρκοι στη Μακεδονία και στη Θράκη, όταν υποχρεώθηκαν να φύγουν από την Ελλάδα με τη Συνθήκη της Λωζάννης στα πλαίσια της Ανταλλαγής των πληθυσμών. Ταυτόχρονα, ο διοικητικός κρατικός μηχανισμός, ενισχυμένος με τεχνικούς και εργατικό δυναμικό κάθε κατηγορίας, βοήθησε τα μέγιστα στο δυσκολότατο έργο της ταξινόμησης των προσφύγων ανάλογα με τον τόπο της διαμονής τους ( αστικά κέντρα, μικρούς επαρχιακούς αστικούς οικισμούς, αγροτικούς και κτηνοτροφικούς οικισμούς της υπαίθρου) και το επάγγελμα που ασκούσαν στις πατρίδες τους, προκειμένου να οργανωθεί κατά τον καλύτερο τρόπο η ένταξή τους σε αστικά ή αγροτικά κέντρα. Σε όλη αυτή την προσπάθεια τους Έλληνες κρατικούς υπαλλήλους, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στην ανώτερη βαθμίδα, βοήθησε και μεγάλος αριθμός προσφύγων, ώστε να αντιμετωπιστούν με μεγαλύτερη επιτυχία τα οπωσδήποτε σύνθετα και πολύπλοκα προβλήματα. Άλλωστε, οι στόχοι της ελληνικής πολιτείας ήταν να αξιοποιηθούν πλήρως οι πρόσφυγες, ώστε:
α) να αυξηθεί ο ελληνικός πληθυσμός στις αραιοκατοικημένες εκτάσεις της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, να αλλάξει ο εθνικός χαρακτήρας των περιοχών αυτών με το μόνιμο και οριστικό εξελληνισμό τους και να αποκατασταθεί η σταθερότητα και η ασφάλειά τους˙
β) να αυξηθεί και να βελτιωθεί η γεωργική παραγωγή με τις γνώσεις που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες˙ και
γ) να αυξηθεί η βιομηχανική παραγωγή στην πρωτεύουσα και στα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα.
        Με αυτά τα εφόδια και με αυτούς τους στόχους η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων άρχισε τη δράση της από τη Θεσσαλονίκη το Νοέμβριο του 1923. Προτεραιότητά της η αγροτική αποκατάσταση: μέχρι το τέλος του 1928 δημιουργήθηκαν δύο χιλιάδες (2000) περίπου αγροτικοί οικισμοί, στους οποίους εγκαταστάθηκαν περίπου 150.000 οικογένειες- οι περισσότερες στη Μακεδονία και στη Θράκη˙ ένας σημαντικός αριθμός και στην Κρήτη. Δεν ήταν όμως απαλλαγμένο από τεράστιες δυσκολίες αυτό το επίτευγμα. Ο πληθυσμός που έπρεπε να μετακινηθεί προς τις νέες εγκαταστάσεις ήταν ταλαιπωρημένος και σε πολύ μεγάλο ποσοστό αποτελούνταν από ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά. Οι πιο πολλοί ήταν απογοητευμένοι από τη συντριβή των ελπίδων της επιστροφής στις πατρίδες τους και από την απώλεια αγαπημένων προσώπων και δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις των αρμοδίων για αποζημίωση των χαμένων περιουσιών τους. Αλλά και ο αγώνας για τη δημιουργία των καινούργιων αγροτικών οικισμών κατά των στοιχείων της φύσης υπήρξε σκληρός. Σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να μεταφερθούν σε αποστάσεις 200 ή 300 χιλιομέτρων χιλιάδες άνθρωποι και ζώα και τεράστιες ποσότητες υλικών (ξυλεία, τσιμέντο, τούβλα, μηχανές) χωρίς να υπάρχει οδικό δίκτυο, μέσα από ποτάμια και έλη, πάνω στις οροσειρές της Ροδόπης και της Πίνδου. Αλλά και ό,τι απόμεινε όρθιο βρέθηκε αντιμέτωπο με την ελονοσία και τη φυματίωση. Στη Μακεδονία κυρίως, όπου απορροφήθηκαν τα 4/5 του αγροτικού πληθυσμού, η ελονοσία βρισκόταν παντού: σμήνη κουνουπιών γύρω από τα μεγάλα ποτάμια και στις λίμνες με τα εκτεταμένα έλη σκόρπιζαν το θάνατο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, πριν γίνουν τα εγκαίνια του νέου χωριού, υπήρχε ανάγκη για την κατασκευή νεκροταφείου, που σε λίγο ήταν κι αυτό ανεπαρκές. Και δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ξεχάσουμε την ‘υποδοχή’ που επιφύλαξαν οι γηγενείς στους Μικρασιάτες Έλληνες. Στα μάτια των ντόπιων οι πρόσφυγες είναι οι ξενόφερτοι επιδρομείς, που απαιτούν ιδιαίτερη μεταχείριση από το Κράτος, που απειλούν να ανατρέψουν τα δικά τους δεδομένα. Κι η ένταση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, όταν έρχεται η ώρα της διανομής της γης, και οδηγεί πολλές φορές σε αιματηρές συγκρούσεις. Το επίθετο ‘πρόσφυγας’ παίρνει τώρα στα μάτια των ντόπιων την πιο υποτιμητική και περιφρονητική σημασία του, ενώ πλήθος άλλων χλευαστικών προσωνυμίων χρησιμοποιούνται, για να προσδιορίσουν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Κι η κοινωνική αντιπαράθεση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη εξαιτίας της κοινωνικής απομόνωσης, που επιβάλλει η εγκατάσταση των προσφύγων σε ιδιαίτερους χώρους, χωριά ή συνοικισμούς.
        Γρήγορα όμως ο πολυμέτωπος αγώνας τους αποδίδει καρπούς αξιοθαύμαστους. Και η αναγνώρισή του αποτυπώνεται στις εκτιμήσεις των φορέων που έχουν αναλάβει την αγροτική αποκατάσταση:
        Οι πρόσφυγες από το χρόνο της πρώτης τους εγκατάστασης παρουσίασαν εξαιρετική δραστηριότητα. Με περιορισμένα υλικά μέσα έχουν ήδη προχωρήσει στην εντατική καλλιέργεια των περιοχών που κατέχουν. Έχουν εκχερσώσει μεγάλες εκτάσεις γης και έχουν αξιοποιήσει άνυδρες περιοχές. Έχουν εισαγάγει στη χώρα νέες μεθόδους καλλιέργειας, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να βελτιωθεί η ποιότητα των προϊόντων.(Κοινωνία των Εθνών 1997: 94)
Τα ίδια σχεδόν αποτελέσματα έχει και η αστική αποκατάσταση των προσφύγων στις περιοχές της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Ελευσίνας, του Βόλου, της Έδεσσας. Οι μεγάλοι προσφυγικοί συνοικισμοί είναι πραγματικές πόλεις των είκοσι ή των τριάντα χιλιάδων κατοίκων. Η Καισαριανή, ο Βύρωνας, η Νέα Ιωνία, η Κοκκινιά, η Τούμπα, η Καλαμαριά θα είναι σε λίγο πόλεις γεμάτες ζωή.
        Σου είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι οι καλοντυμένοι άνδρες και γυναίκες, γεμάτοι ενεργητικότητα και κέφι για δουλειά και διασκέδαση, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που πριν τρία χρόνια αποβιβάστηκαν στις ακτές της Ελλάδας γυμνοί και πεινασμένοι, κρατώντας σε πολλές περιπτώσεις τα νεκρά παιδιά τους στην αγκαλιά (Κοινωνία των Εθνών 1997: 137).
        Τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 συνετέλεσαν καταλυτικά ,ώστε να σβήσει η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους ντόπιους και στους ‘ξενόφερτους’ Έλληνες. Έχουν περάσει από τότε ενενήντα χρόνια. Παρά τη φοβερή δοκιμασία ο Μικρασιατικός Ελληνισμός δεν χάθηκε. Οι ‘ξένοι’ του 1922, που δεν φορούν πια παπούτσια από λάστιχα αυτοκινήτων, είναι σήμερα ο κορμός του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους. Κάποιοι μίλησαν για ένα νέο ‘ελληνικό θαύμα’. Και ίσως έχει δίκιο εκείνος που δήλωσε, με αρκετή δόση υπερβολής ειν’ αλήθεια, πως «η νέα Ελλάς δεν εγεννήθη το 1821 αλλά το 1922˙ και οι πρόσφυγες υπήρξαν το νέο αίμα της».
Βιβλιογραφικές αναφορές
Κοινωνία των Εθνών (1997), Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα (μτφρ. Φιλοκτήτης και Μαρία Βεϊνόγλου), Αθήνα: Τροχαλία
Livre Jaune (1923), Conférence de Lausanne, τ. I, 176
Morgenthau, H. (1929), I was sent to Athens, New York, 50
Νοταράς, Μ. (1934), Η αγροτική αποκατάστασις των προσφύγων, Αθήνα
Σωτηρίου, Δ. (1962), Ματωμένα χώματα, Αθήνα: Κέδρος