New Year around the World

Picture4

The Association of Friendship among Nations in coordination with embassies & communities in Greece
organize the Event

 

“The children of the world are celebrating New Year’s Day”

 

    The event will take place on Sunday, January 10, 2016, from 16:00 to  20:00 in the ballroom “Esperides
at Hilton Hotel,

in the framework of the “8th Volunteering & Cultural Festival without frontiers” during the Money Show multi-conference.

 

Your presence will honor us.

 

The President                                           The General Secretary

Evaggelia Vlissidou- Leontaridou                         Vivi Bagiou -Mavropoulou

Πρωτοχρονιές στον Κόσμο

Picture4

Ο «Σύνδεσμος Φιλίας Εθνών» (Σ.Φ.Ε.)
διοργανώνει εκδήλωση με θέμα:

«Τα παιδιά του κόσμου γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά –Ήθη & Έθιμα των ημερών».

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016,
ώρα 16:00-20:00

στην αίθουσα Εσπερίδες  του ξενοδοχείου Hilton
κατά τη διάρκεια   του

“8ου Φεστιβάλ Εθελοντισμού & Πολιτισμού χωρίς σύνορα”

που φιλοξενείται στο  πλαίσιο του πολυσυνεδρίου  Money Show

Η παρουσία σας θα μας τιμήσει ιδιαίτερα.

                           Η Πρόεδρος                                              Η Γενική Γραμματέας

           Ευαγγελία Βλυσίδου -Λεονταρίδου                     Βιβή Μπάγιου-Μαυροπούλου

Αχ Μπαχ !

 

 

 

AxBax

Αχ Μπάχ!

 
5 Δεκεμβρίου 2015 έως 24 Ιανουαρίου 2016
 
Χώρος – Αμφιθέατρο Ιδρύματος Β.& Μ. Θεοχαράκη, Β. Σοφίας 9 & Μέρλιν 1, Αθήνα
«Γυρνούσα συχνά στο βιβλίο που μου είχε χαρίσει η κυρία Ιωάννα. Ο Μπαχ έλεγε πως αν μια φωνή δεν είχε τίποτα να πει, έπρεπε να σωπάσει. Οι εσωτερικές φωνές, έλεγε πάλι, πρέπει να κυλούν και να έχουν μια πραγματική μελωδική γραμμή. Έτσι έγινε και με τις δικές μου φωνές. Σιγά, σιγά οι φωνές που δεν έλεγαν τίποτα σώπασαν και τη θέση τους πήραν οι εσωτερικές εκείνες φωνές που είχαν ένα νόημα, κυλούσαν αβίαστα και άνοιγαν δρόμο στην επιθυμία και την ίδια τη ζωή».
Μια θεατρική παράσταση για τη μουσική. Ένα μουσικό ρεσιτάλ με θέατρο.
Μια διαφορετική συνάντηση με το έργο του J. S. Bach μέσα από το πάντα επίκαιρο ερώτημα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Για να δείτε το teaser της παράστασης πατήστε εδώ: https://vimeo.com/142909022
Ηθοποιός: Λένα Γιάκα
Φλάουτο: Σοφία Σερέφογλου
Πιάνο: Ρένια Χρυσουλάκη 
Κείμενο: Παναγιώτης Τσιρίδης
Σκηνοθεσία: Στέλλα Σερέφογλου.
Διάρκεια παράστασης: 70 λεπτά χωρίς διάλειμμα
Σάββατο&Κυριακή:     5-6/12/15
                                    12-13/12/15
                               19-20/12/15
                               2-3/01/16
                               9-10/01/16
                               23-24/01/16
Ώρα έναρξης (Σάββατα): 21:00 
Ώρα έναρξης (Κυριακές): 19.00

Εισιτήρια: 10€ (κανονικό)
                    8€ (φοιτητικό)
Πληροφορίες: 210-3611206

Ιδιωτική Φοιτητική Στέγη

 

http://stacs.eu/.

 

Τα «Stacs – Student Accommodation»

 αποτελούν την πρώτη ιδιωτική φοιτητική εστία στην Ελλάδα λειτουργώντας
στα πρότυπα του εξωτερικού και απευθύνονται σε όλους εκείνους που θέλουν
να βιώσουν την εμπειρία της φοιτητικής ζωής στην απόλυτή της εκδοχή σε ένα περιβάλλον
όπου επικρατεί η αίσθηση της ασφάλειας και η φιλική ατμόσφαιρα.

Όλη η εμπειρία είναι σχεδιασμένη και προσαρμοσμένη μέσα από τα χρόνια παροχής υπηρεσιών στέγασης

σε φοιτητές από περισσότερες από 40 χώρες από όλο τον κόσμο.

Έκφραση Συλλυπητηρίων σε Γαλλική Πρεσβεία

                                 Μελίσσια, 19-11-2015

                                                                             Αρ.Πρωτοκ.: 195

Προς :   Πρεσβεία της Γαλλίας στην Ελλάδα

Λεωφ. Βασ. Σοφίας 7, 106 71 Αθήνα

                                      ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ                     

 

                           Έκφραση συλλυπητηρίων

Εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια προς το λαό της Γαλλίας

και προς τις οικογένειες των θυμάτων της τρομοκρατικής ενέργειας

που δέχθηκε η χώρα σας
στις
13-11-2015 στο Παρίσι.

Είμαστε βαθιά συντετριμμένοι

και εκφράζουμε τον αποτροπιασμό

και την αγανάκτησή μας  για την εγκληματική αυτή ενέργεια.

Γραφείο Τύπου Συνδέσμου Φιλίας Εθνών

 

Πολιτιστικές Δραστηριότητες- Εικαστικά -Σπουδές Μόδας

Στην καρδιά της Αθήνας, κοντά στις στάσεις metro Ομόνοια και Πανεπιστήμιο

 

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

 

Tango – Ελληνικοί χοροί – Σύγχρονος χορός
Latin – Ευρωπαϊκοί χοροί – Τζαζ – Ζούμπα
Hiphop – Κινησιολογία – body balance – Χοροθέατρο.



ΣΠΟΥΔΕΣ ΜΟΔΑΣ – ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ

 

                                                                                                                                                        -Ζωγραφική – Ιστορία Τέχνης

                                                                                                                             -Χειροποίητο κόσμημα,Καλλιτεχνικές Δημιουργίες

                                                                                                                                                                   –Σπουδές Μόδας


(Κοπτική-Ραπτική-Σχεδιασμός πατρόν χωρίς  γεωμετρία-σύστημα «
raptomania»)

 

 

Ώρες λειτουργίας Γραμματείας


ΔΕ: 17:00 – 21:00, ΤΡ: 10:00 – 14:00, ΤΕ: 17:00 – 21:00, ΠΕ: 10:00 – 14:00, ΠΑ: 14:00 – 18:00

Η Σμύρνη μέσα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (μυθιστόρημα):τάσεις,επιδιώξεις και προσμονές (1980-2012)

Η Σμύρνη μέσα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (μυθιστόρημα): τάσεις, επιδιώξεις και προσμονές    (1980-2012) [1]

Θάνος Κονδύλης

(Αθήνα)

Περίληψη

Η Σμύρνη πάντα αποτελούσε για την ελληνική λογοτεχνία ένα είδος χρυσού δισκοπότηρου. Με άλλα λόγια ήταν, και ακόμα είναι, κάτι παραπάνω από ένα αγαπημένο θέμα τόσο των συγγραφέων όσο και των αναγνωστών. Σε αυτό το άρθρο επιχειρείται μια πρώτη προσέγγιση στο θέμα της Σμύρνης και στο πώς η πόλη παρουσιάζεται στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (1980-2012). Αναπτύσσεται μια σειρά από μερικούς πρώιμους προβληματισμούς που σχετίζονται με την πόλη· για παράδειγμα το πώς αυτή αναπαράγεται στο σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα ή πώς παρουσιάζονται οι χαρακτήρες αυτών των έργων. Μια άλλη προβληματική αφορά το πώς αυτά τα μυθιστορήματα «συμπεριφέρονται» στην ελληνική βιβλιαγορά ή το ποια στάση κρατάει απέναντι τους ο σύγχρονος Έλληνας αναγνώστης. Το άρθρο αυτό αποτελεί μια μικρή συμβολή στη μέχρι σήμερα έρευνα για τη λογοτεχνική Σμύρνη.

 

 

Η Σμύρνη και γενικότερα η λεγόμενη «καθ’ ημάς Ανατολή» με τις διάφορες εκφάνσεις τους, κυρίως ιστορικές και πολιτιστικές, πάντα ασκούσαν μια περίεργη επίδραση στην ψυχοσύνθεση του νέο – Έλληνα. Μάλιστα ειδικά για τη Σμύρνη υπάρχει ένας τεράστιος όγκος βιβλίων κάθε είδους. Η πρόσφατη έρευνά μου σε αρχεία, βιβλιοθήκες και ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων κατέδειξε ότι από το 1980 η συνολική βιβλιοπαραγωγή καταγράφει πραγματικά χιλιάδες τίτλους κάθε είδους: ιστορικά βιβλία, αρχαιολογικά, προσωπικές αφηγήσεις και μαρτυρίες, φωτογραφικά λευκώματα. Επίσης βιβλία μαγειρικής, ποίησης, μουσικής, διάφορα δοκίμια, ημερολόγια, οδοιπορικά κάθε είδους, χρονογραφήματα, θεατρικά, λαογραφικά και πολλά άλλα. Όμως τι συμβαίνει στο χώρο της λογοτεχνίας και κυρίως του μυθιστορήματος; Η Σμύρνη, η πόλη σύμβολο του Ελληνισμού, πώς έχει περάσει και πώς έχει αναδειχτεί μέσα στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία;

Ο μελετητής της λογοτεχνικής Σμύρνης και δη της σύγχρονης πεζογραφίας που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με αυτήν έχει μπροστά του μια πλειάδα θεμάτων, για να ασχοληθεί. Ιδού μερικά:

Σύμφωνα με στατιστικές η εθνική ετήσια βιβλιο – παραγωγή κυρίως μετά το 2000 κυμαίνεται στις 8-10.000 καινούργιους τίτλους. Γύρω στους 1.500 είναι τα λογοτεχνικά αναγνώσματα εκ των οποίων σχεδόν τα μισά είναι τα καινούργια μυθιστορήματα κάθε είδους, θέματος και μεγέθους. Μετά το 1980 η έρευνά μας εντόπισε περισσότερα από 130 μυθιστορήματα [2] που αφορούν τη Σμύρνη ή τουλάχιστον κάνουν αρκετές αναφορές σε αυτήν. Η συντριπτική πλειοψηφία τους εκδόθηκε μετά το 2000, περίοδος που συμπίπτει με την εκδοτική ακμή στη χώρα μας. Μάλιστα αξίζει να αναφερθεί ότι το 20% του συνόλου των μυθιστορημάτων για τη Σμύρνη εκδόθηκαν μόλις από το 2010 και μετά. Επίσης περίπου το 25% του συνόλου των μυθιστορημάτων αντιπροσωπεύει τη συνολική παραγωγή της τελευταίας εικοσαετίας του εικοστού αιώνα. Πιο παραγωγικές χρονιές ήταν το 2008 (14 μυθιστορήματα), το 2010 (12 μυθιστορήματα), το 2007 (11 μυθιστορήματα), και το 2011 (10 μυθιστορήματα). Συνολικά μόνον αυτές τις τέσσερεις χρονιές έχει εκδοθεί περισσότερο από το 33% (47 μυθιστορήματα) της συνολικής βιβλιοπαραγωγής για την εξεταζόμενη περίοδο.

Τα μυθιστορήματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αφορούν τη Σμύρνη σπάνια είναι ογκώδη κείμενα άνω των 500 σελίδων. Για πρώτη φορά τέτοια εκδόθηκαν ένα το 1996 με σχεδόν 650 σελίδες (Τάκης Δοϊτσίνης, Μακρινός Δρόμος, Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη) κι ένα το 1999 με 523 σελίδες (Ντόρα Αδαμοπούλου-Φάλαρη, Χρυσές Νεφέλες στο Ηλιοβασίλεμα, Αθήνα: εκδ. Λιβάνη). Στην εξεταζόμενη περίοδο περίπου το 20% του συνόλου των έργων ξεπερνούν τις 500 σελίδες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό ειδικά για την περίοδο προ του 2000 είναι ότι περίπου το 30% των μυθιστορημάτων είναι σύντομα για τα σημερινά δεδομένα αφηγήματα που δεν ξεπερνούν ούτε τις 200 σελίδες.

Ως προς τον τίτλο τους, παραδόξως, τα έργα στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν την παραμικρή αναφορά στη Σμύρνη. Η ξεκάθαρη αναφορά της Σμύρνης στο τίτλο μερικές φορές καθιστά το έργο πιο αποδεκτό κι αναγνωρίσιμο από το αναγνωστικό κοινό, άρα πιθανά και ευπώλητο. Πάντως διαπιστώνουμε ότι λιγότερο από το 25%  των μυθιστορημάτων περιέχουν στον τίτλο τους το όνομα «Σμύρνη» ή κάποιο παράγωγό του (Σμυρνιά, συρναίικος, Σμυρνιός, κτλ.)

Υπάρχουν καταγραμμένοι δεκάδες εκδοτικοί οίκοι που έχουν εκδώσει κάποιο μυθιστόρημα σχετικά με τη Σμύρνη. Η έρευνα όμως απέδειξε ότι μόλις έξι έχουν εκδώσει περίπου το 40% από αυτά. Πιο αναλυτικά αυτοί είναι: εκδ. Λιβάνης 17, εκδ. Κέδρος 14, εκδ. Ψυχογιός 8, εκδ. Καστανιώτης 7, εκδ. Πατάκης 6 και εκδ. Διόπτρα 5.

Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε την ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού απέναντι σε αυτά τα μυθιστορήματα [3]. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι με βάση τις πωλήσεις ελάχιστα μυθιστορήματα φαίνεται να είχαν ευνοϊκή αντιμετώπιση από το αναγνωστικό κοινό (αυξημένη εμπορική κίνηση). Η συντριπτική πλειοψηφία τους για διάφορους λόγους δεν ξεπέρασε παρά μερικές μόνον ανατυπώσεις που αντιστοιχούν σε λίγες χιλιάδες αντίτυπα. Αυτά που στην εξεταζόμενη χρονική περίοδο ξεπέρασαν τις 10.000 αντίτυπα δεν είναι πάνω από 20 – 30 τίτλοι στην καλύτερη περίπτωση. Με βάση της γνωστές πωλήσεις τα λεγόμενα ευπώλητα σε βάθος χρόνου είναι τα ακόλουθα (ανά εκδότη):

 

Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Τραυλού Πασχαλία, Ήθελα μόνο ένα αντίο (έκδ. 2003 – 29 ανατ.- 86.000 αντ.) [4]

Καρακάσης Κώστας, Η αγάπη δεν έχει τέλος (2006 – 18 – 55.000)

Βόικου Σοφία, Το κόκκινο σημάδι (2009 – 14 – 36.000)

Κονδύλης Θάνος. Η αρχόντισσα της Σμύρνης (2010 – 16 – 28.000)

Μπάξερ Νοέλ, Από δρυ παλιά κι από πέτρα  (2008 – 16 – 27.000)

Τσαμαδού Ελένη, Ο επισκέπτης του ονείρου (2010 – 3 – 16.000)

Εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

Μεϊμαρίδη Μάρα, Οι μάγισσες της Σμύρνης (2002 -160 – 350.000)

Φακίνου Ευγενία, Το έβδομο ρούχο (1998 – 24 ανατ.)

Δεύτος, Θεόδωρος, Ι. Σμύρνη συγγνώμη (2008 – 15.000)

Εκδ. ΠΑΤΑΚΗΣ

Ψαραύτη Λίτσα, Η σπηλιά της γοργόνας (2007 – 19.000)

Δικαίου, Ελένη, Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά (2010 – 10 – 17.000)

Εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

Μαυρουδής Ευάγγελος, Η θάλασσά μας (2010 – 20.000)

Μαυρουδής Ευάγγελος, Ittihat ve terakki -Ένωση και πρόοδος, (2010 – 16.000)

Θέμελης Νίκος, Η αναλαμπή, (2003 –  51 ανατ. )

Θέμελης Νίκος, Η αναζήτηση, (1998 – 88 ανατ.)

 

Ως προς το φύλο των συγγραφέων οι γυναίκες είναι κάπως περισσότερες από τις μισές. Υπάρχει μια πρώτη εξήγηση γι΄ αυτό: στην Ελλάδα λέγεται ότι η λογοτεχνία, είναι «γυναικεία» υπό την έννοια ότι γενικά οι θηλυκού γένους συγγραφείς είναι περισσότερες και σίγουρα και οι αναγνώστες. Επίσης ως προς τους συγγραφείς ανεξαρτήτως φύλου παρατηρείται το εξής φαινόμενο: πολλοί από αυτούς είναι απόγονοι δεύτερης (οι πιο ηλικιωμένοι) ή και τρίτης γενιάς μικρασιατών προσφύγων και για κάποιο λόγο ασχολήθηκαν με το μυθιστόρημα, ειδικά αυτό που αφορά τη Σμύρνη.

Στα εξώφυλλα των βιβλίων υπάρχει τεράστια ποικιλία. Αν θελήσουμε να καταγράψουμε κάποια κοινά χαρακτηριστικά σε αυτά θα λέγαμε ότι συχνά παρατηρείται μια κάποια φωτογραφία της παλιάς Σμύρνης προ του 1922 ή και από τις ημέρες της καταστροφής (30 μυθιστορήματα). Οι λόγοι είναι κυρίως εμπορικοί αλλά πολλές φορές και συναισθηματικοί, μιας κι έτσι αισθάνεται ο συγγραφέας απέναντι στο αντικείμενό του. Επίσης για τους ίδιους λόγους μια σημαντική μερίδα εξωφύλλων, κυρίως γυναικών συγγραφέων, περιέχουν κάποια γυναικεία μορφή, καθορισμένου ή και αορίστου σχήματος (39 μυθιστορήματα), αφού, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η λογοτεχνία είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πιο πολύ γένους θηλυκού. Η γυναικεία φιγούρα του εξωφύλλου αναμένεται ότι θα συγκινήσει, θα εξάψει τη φαντασία ή εν τέλει από πρώτη άποψη θα κάνει πιο αρεστό το βιβλίο στην πιθανή αναγνώστρια. Τέλος υπάρχει και μια άλλη μεικτή κατηγορία που απεικονίζει ένα συνδυασμό μιας γυναικείας μορφής με μια φωτογραφίας της Σμύρνης στο εξώφυλλο (11 μυθιστορήματα). Γενικά σε αυτές τις τρεις κατηγορίες μοτίβων εξωφύλλων ανήκουν ίσως και πάνω από το 60% των μυθιστορημάτων που εξετάζουμε.

Θεματολογικά τα μυθιστορήματα έχουν μεγάλη ποικιλία. Είναι δε πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι σπάνια έχουν αποκλειστικό θέμα τη Σμύρνη και ακόμα σπανιότερα όλο το έργο διαδραματίζεται μόνο στη Σμύρνη. Κάποια μάλιστα ασχολούνται κυρίως με άλλες πόλεις της Ιωνίας και η Σμύρνη καταγράφεται ή αναφέρεται σε ορισμένα μόνο κεφάλαια του βιβλίου, ενίοτε δε σε ελάχιστες σελίδες. Επιπλέον μια μεγάλη ομάδα μυθιστορημάτων, τα οποία ονομάζω και χαρακτηρίζω με τον όρο «προσφυγοκεντρικά», έχουν μόνον θεματολογική εκκίνηση τη Σμύρνη και ειδικότερα την περίοδο της καταστροφής της πόλης το 1922. Από κει και μετά, συνήθως από το δεύτερο ή τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος,  οι ήρωες μετακινούνται ως εκδιωκόμενοι πρόσφυγες κυρίως σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

Ο νεο-έλληνες πεζογράφοι που ασχολούνται με τη Σμύρνη διακατέχονται θα έλεγε κανείς από κοινές συγγραφικές εμμονές που διατρέχουν τα βιβλία τους. Κατά τη διάρκεια της έρευνας και μελέτης αυτών των έργων διαπιστώθηκαν πάμπολλες κοινοτυπίες, επιδράσεις από συγγραφείς του παρελθόντος που ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα, ομοιότητες, ακόμα και αλληλεπιδράσεις των σύγχρονων συγγραφέων μεταξύ τους. Όλα αυτά συνήθως δεν τους επιτρέπουν να ξεφύγουν από το τετριμμένο που πλέον θα έλεγα ότι τείνει να γίνει ακόμα και κλασσικό σε κάποια έκταση.

Κάποια από τα πιο συνήθη θέματα που διέπουν την μυθοπλασία για τη Σμύρνη είναι τα εξής: ο αναγνώστης θα διαβάσει για έναν κεντρικό έρωτα ο οποίος πολλές φορές είναι μια γυναίκα που πάσχει για διάφορους λόγους (ερωτικούς, κοινωνικούς, κτλ) μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον της. Άλλοτε πάλι υπάρχουν δυο κεντρικά πρόσωπα στο έργο, συνήθως δυο Έλληνες ήρωες, άντρας και γυναίκα που οι ζωές τους έρχονται σε επαφή, ενώ στα πιο σύγχρονα πεζογραφήματα οι ήρωες μπορεί να προέρχονται ακόμα και από διαφορετικές φυλετικές ομάδες της Σμύρνης (συνήθως Έλληνες. Αρμένιοι και Τούρκοι) που οι ιστορίες τους διαπλέκονται ή και συγκρούονται μέσα στον μυθιστορηματικό ιστό που κατασκευάζει ο συγγραφέας.

Άλλο συνηθισμένο θέμα που αρέσκονται οι συγγραφείς είναι η καταστροφή της πόλης και τα έκτροπα που σημειωθήκαν από τους Τούρκους στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1922. Σε αυτό το πλαίσιο οι πεζογράφοι ασχολούνται πολύ με τα παθήματα κυρίως των Ρωμιών της πόλης (και σπανιότερα των Αρμενίων) που συνήθως είναι και οι λεγόμενοι «καλοί» πρωταγωνιστές του έργου τους. Αντίθετα – άλλη κοινοτυπία αυτή – οι λεγόμενοι «κακοί» ήρωες είναι σχεδόν πάντα οι Τούρκοι, με κάποιες εξαιρέσεις κυρίως στα πιο σύγχρονα μυθιστορήματα.

Όχι σπάνια στις περιγραφές και στις υποθέσεις των λογοτεχνικών έργων εμπλέκονται άτομα από άλλες φυλές – πέραν από τους Τούρκους – όπως Αρμένιοι, Εβραίοι, Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι και Λεβαντίνοι κάτοικοι της πόλης.

Πολύ συνηθισμένο θέμα είναι η προσφυγιά, ο ξεριζωμός των Ρωμιών και σπανιότερα κάποιου ηρώα από άλλη φυλή (π. χ. Αρμένιου). Όταν ο ήρωας ή οι ήρωες φεύγουν από τη Σμύρνη, συνήθως με πολλούς κόπους και βάσανα – που πολλές φορές περιγράφονται ακόμα και λεπτομερειακά, πράγμα που συγκινεί αφάνταστα τον αναγνώστη – τελικά θα καταλήξουν σε κάποια πόλη της Ελλάδας για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Συνήθως πρόκειται για την Αθήνα και τον Πειραιά και λιγότερο για κάποιες άλλες επαρχιακές πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα ή ακόμα και κάποιο χωρίο της Ελλάδας. Σπανιότερα δε κάποιοι πρόσφυγες από τη Σμύρνη καταλήγουν σε άλλη πόλη της Μεσογείου όπου ακόμα ευδοκιμεί ο Ελληνισμός – π. Χ. Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη – ή σε κάποια πόλη του εξωτερικού, συνήθως στην Αγγλία ή στην Αμερική.

Κυρίως στα μυθιστορήματα όπου η υπόθεση εξελίσσεται μόνο μέσα στη Σμύρνη ή τουλάχιστον όταν αυτό συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, ο συγγραφέας παραθέτει μια μικρή ή πιο εκτενή περιγραφή της πόλης. Σε αυτό ή αυτά τα κεφάλαια η Σμύρνη περιγράφεται λίγο πολύ σαν μια ευτυχισμένη πόλη που έχει άκρως ελληνικό χαρακτήρα σε κάθε της έκφανση, με όμορφα κτήρια, πλατείες και εγκαταστάσεις εφάμιλλες άλλων γνωστών ευρωπαϊκών πόλεων της εποχής. Οι Ρωμιοί συχνά είναι ευκατάστατοι, αν όχι πλούσιοι, ενώ ακόμα και οι πιο πτωχοί, όταν εμφανίζονται στο έργο, γενικά περνούν όμορφα τη ζωή τους.

Διαβάζοντας κανείς αυτά τα πεζογραφήματα θα διαπιστώσει ή θα πιστέψει εύλογα ότι οι Ρωμιοί δεν είχαν σχέση με την πενία παρά μόνον ως δωρητές σε ευαγή ιδρύματα κάθε είδους ή ως εργαζόμενοι σε αυτά, πολλές φορές ακόμα και εθελοντικά. Σπάνια θα διαβάσει ο αναγνώστης για ήρωες Ρωμιούς που είναι πραγματικά πτωχοί, άποροι ή και περιθωριακοί, εκτός βέβαια κι αν το απαιτεί η γενικότερη υπόθεση του έργου. Στην καλύτερη περίπτωση πάντως οι όποιοι πένητες Ρωμιοί θα είναι δευτερεύοντες χαρακτήρες που δεν απασχολούν τη γραφίδα του συγγραφέα και το μάτι του αναγνώστη παρά για ελάχιστες σελίδες.

Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει όμως, όταν η κεντρική υπόθεση τοποθετείται σε κάποια προσφυγική γειτονιά σε μια πόλη της Ελλάδας. Εκεί ο Ρωμιός πρόσφυγας που καταφτάνει από την κατεστραμμένη Σμύρνη σπάνια είναι ευκατάστατος. Συνήθως αναπολεί την παλιά του ζωή στην όμορφη Σμύρνη, ενώ προσπαθεί να ξαναφέρει σε τάξη τη ζωή του μοχθώντας σκληρά στην ελληνική πραγματικότητα. Σε αυτά τα μυθιστορήματα τονίζεται η φιλεργατικότητα και η εξυπνάδα του Ρωμιού ήρωα, ενώ δεν είναι και σπάνιοι οι χαρακτήρες προσφύγων που για διάφορους λόγους τελικά ρέπουν προς την παρανομία ή και το έγκλημα

Σε γενικές γραμμές η Σμύρνη παρουσιάζεται ως περίπου ένας παράδεισος επί γης, αν αυτό δεν ακούγεται υπερβολικό. Ένας παράδεισος ο οποίος καταστράφηκε από τους κακούς και μοχθηρούς Τούρκους που ποτέ δεν χώνεψαν την πρόοδο του έντιμου και προκομμένου Ρωμιού. Κάτω από αυτό το πρίσμα οι περιγραφές της πόλης και της ζωής είναι πολύ ζωντανές και ενίοτε παραστατικές, γεμάτες από συναίσθημα, ίσως δε και συγκινησιακές θα έλεγα σε κάποιο βαθμό. Μερικές φορές μάλιστα καταγράφονται καταπληκτικές λεπτομέρειες της πόλης ειδικά όσον αφορά τη δόμηση και τη γενικότερη ρυμοτομία της. Όλα αυτά δεν είναι απαραίτητα το προϊόν της αχαλίνωτης φαντασίας του συγγραφέα, αλλά η πραγματικότητα που μπορεί κανείς να ανακαλύψει ακόμα και σήμερα σε πάμπολλες φωτογραφίες της εποχής ή και σε πολλά ντοκυμαντέρ.

Αν και ουσιαστικά οι λογοτέχνες ασχολούνται με διαφορετικές υποθέσεις στα έργα τους, κατά παράδοξο τρόπο θα έλεγε κανείς ότι ο κοινός στόχος τους είναι να παρουσιάσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη χτυπητή αντίθεση του πως ήταν η Σμύρνη των Ρωμιών πριν από την καταστροφή σε σχέση μετά την καταστροφή, αντίθεση που ορισμένες φορές είναι όχι απλώς έντονη αλλά και για διάφορους λόγους συνειδητά συναισθηματικά φορτισμένη.

Απ΄ την άλλη δεν θα βρούμε παρά ελάχιστα έργα όπου συγγραφείς παρουσιάζουν τη Σμύρνη μετά την καταστροφή. Σε αυτές τις περιπτώσεις η πόλη αναδεικνύεται κατεστραμμένη, να προσπαθεί με δυσκολία να σταθεί στα πόδια της. Προφανώς οι Ρωμιοί σχεδόν απουσιάζουν, ενώ οι Τούρκοι λίγα κάνουν για να την ξαναχτίσουν όπως ήταν πριν τη μεγάλη φωτιά. Επίσης σε μερικά πρόσφατα μυθιστορήματα παρουσιάζεται και η σύγχρονη Σμύρνη, ουσιαστικά εντελώς πια αλλαγμένη σε σχέση με το παρελθόν. Εδώ ο πρωταγωνιστής συνήθως είναι απόγονος παλιών κατοίκων της Σμύρνης. Επιστρέφει στη σύγχρονη πόλη, περιηγείται σε αυτήν και πολλές φορές ανακαλεί στη μνήμη του την παλιά πόλη, όπως τη γνωρίζει από περιγραφές συγγενών του που έφυγαν από αυτήν το 1922 ή από φωτογραφίες που έχει δει. Προφανώς και σε αυτά τα μυθιστορήματα κυριαρχεί το συναίσθημα ασυνείδητα ή και συνειδητά, γίνονται σύγκρισης διάχυτες από νοσταλγία, ενώ υπάρχει κι ένας πεσιμισμός, φανερός ή υφέρπων, από τη μεριά του ήρωα και κατ΄ επέκταση θα μπορούσαμε να πούμε και στη γραφίδα του συγγραφέα.

Από το σύνολο των έργων δεν λείπει και το παιδικό μυθιστόρημα αν και με λίγους εκπροσώπους (10 μυθιστορήματα). Εδώ ο ήρωας είναι κάποιο παιδί ή ομάδα παιδιών. Θεματολογικα και χρονικά εντάσσονται εξίσου στη Σμύρνη πριν το 1922 αλλά και στη σύγχρονη εποχή. Εξάλλου αυτά τα έργα συχνά, μεταξύ των άλλων, έχουν ρόλο διδακτικό και παιδευτικό μιας και απευθύνονται στα σύγχρονα ελληνόπουλα κάτω των 18 ετών και πολύ συχνά μέσω διαφόρων διαύλων προωθούνται και στο σχολεία. Πάντως γενικά δεν αποφεύγουν τα κοινά χαρακτηριστικά με τα ανάλογα μυθιστορήματα των ενηλίκων. Επιπλέον όμως εδώ είναι ακόμα πιο έντονες οι συναισθηματικές παρορμήσεις και υπάρχει μια σαφής, ίσως και ευνόητη, έντονη ελληνοκεντρική προσέγγιση των θεμάτων, κυρίως αυτών που αφορούν τη χαμένη ελληνικότητα της σύγχρονης Σμύρνης.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μετά το 1980 η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία έχει ασχοληθεί σοβαρά με τη Σμύρνη, κυρίως όμως από τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Στα μυθιστορήματα κάθε είδους και μεγέθους η Σμύρνη, αν και χωρικά βρίσκεται στη λεγόμενη οθωμανική Ανατολή, όμως παρουσιάζεται με χαρακτήρα εφάμιλλο των ευρωπαϊκών πόλεων, πράγμα ουσιαστικά όχι ψευδές. Συχνά είναι μια ερωτική πόλη, ενίοτε δε ο έρωτας αναδύεται ορμητικός και σαρώνει τις ζωές των ηρώων, πολλές φορές με ανατρεπτικά αποτελέσματα. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, ένα κοινό θέμα που δεν λείπει από τη συντριπτική πλειοψηφία των μυθιστορημάτων. Αποτέλεσμα αυτών είναι να προκαλεί ται το συναίσθημα του αναγνώστη που συμπάσχει μαζί με τους ήρωες του έργου. Τα τελευταία χρόνια διακρίνεται σε ορισμένα κείμενα και μια νότα συμφιλιωτική προς τον αντίπαλο Τούρκο χαρακτήρα του κειμένου. Έτσι, λογοτεχνικοί ήρωες από διαφορετικές φυλές ερωτεύονται, συμβιώνουν αρμονικά και συμπάσχουν στις δύσκολες καταστάσεις. Στερεότυπα, όμορφες περιγραφές, διάχυτος ερωτισμός, δραματικοί ήρωες, ενίοτε συνειδητά ακόμα και υπερβολική ωραιοποίηση της εικόνας της πόλης με στόχο τη συναισθηματική τέρψη του αναγνώστη, είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που καθιστούν τη Σμύρνη των αρχών του εικοστού αιώνα στη σύγχρονη ελληνική μυθιστοριογραφία ως την ομορφότερη πόλη του κόσμου, έστω φιλολογικά και λογοτεχνικά. Ίσως όχι άδικα.

ΤΕΛΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Beaton Rod. (1995), Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, 1821-1992, Αθήνα: Νεφέλη.

Demirozu, Damla (2011), «Το 1922 και η προσφυγιά στην Ελληνική και την Τουρκική Αφήγηση», στο Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 17: 123-149.

Demirozu, Damla (1999), Η εικόνα του Τούρκου στη γενιά του ’30, Αθήνα: [χ.ο.]

Doulis, Th.  (1977), Disaster and Fiction: Modern Greek fiction and the Asia Minor disaster of 1922, Berkeley: University of California Press.

Ευστρατιάδης, Στρ. (1982), Λογοτέχνες του μικρασιατικού ελληνισμού, Αθήνα: Το Ελληνικό Βιβλίο.

Ηλία, Ελένη Α. (2004),  «Το ΄22 ως ιστορικό αφηγηματικό πλαίσιο σε ελληνικά παιδικά – νεανικά μυθιστορήματα της τελευταίας εικοσαετίας με διεθνή αναγνώριση», στον συλλογικό τόμο Τασούλα Τσιλιμένη (επιμ.), Το σύγχρονο ελληνικό παιδικό – νεανικό μυθιστόρημα, Αθήνα: Σύγχρονοι Ορίζοντες, 304-312.

Καστρινάκη Αγγέλα & Πολίτης Αλέξης & Τζιόβας Δημήτρης (επιμ.) (2012), Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα :. προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα, Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου, Ρέθυμνο 20-22 Μαϊου 2011, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,  Μουσείο Μπενάκη.

Κοροβίνης Θωμάς (επιμ.) (2011), Σμύρνη: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Λιάτσος, Δ. Π. (1972),  Η μικρασιατική καταστροφή στη νεοελληνική λογοτεχνία, Αθήνα: Το Ελληνικό Βιβλίο.

Μηλιώρης, Νίκος Ε. (1967), «Η μικρασιατική τραγωδία στη λογοτεχνία» στο Μικρασιατικά Χρονικά 13: 338-400.

Μηλιώρης, Νίκος Ε. (1964),  «Η πνευματική εισφορά των Μικρασιατών» στο Μικρασιατικά Χρονικά 11: 45-142.

Mitsakis Karolos (2001), «The Contemporary historical novel» στο Ηellenic Quarterly Review 9: 37-41.

Πυλαρινός Θεοδόσης (2005), «Οι ελάσσονες Μικρασιάτες λογοτέχνες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα» στο Πρακτικά 1ου Συμποσίου “Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας από την Αρχαιότητα μέχρι τη Μεγάλη Έξοδο”, 26-28 Νοεμβρίου 2004: 175-192, Αθήνα / Ν. Ιωνία: ΚΕ.ΠΙ.ΠΟ.

Πυλαρινός Θεοδόσης (επιμ.) (2004), Η λογοτεχνία στη Μικρά Ασία, Αθήνα: Ένωση Σμυρναίων.

Πυλαρινός Θεοδόσης (2003), «Η μικρασιατική καταστροφή στη λογοτεχνία. Από τον εφιάλτη της Ιστορίας στην παραμυθία της Τέχνης» στο Μικρασιατική Ηχώ, φ. 363-364: 12-14.

Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος (επιμ. και εισαγ.) (2006), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών : πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης,  Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική & Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών ομάδων.

Φωτόπουλος Αθανάσιος Φ. (επιμ.) (2005), «Σύγκρουση Ελλήνων και Τούρκων στη Μικρά Ασία, 1919-1922», στο Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών, Γαστούνη Ηλείας, 23-25 Σεπτεμβρίου 2005.

 


[1] Οφείλω να ευχαριστήσω τους συγγραφείς και τους εκδοτικούς οίκους που με ευγένεια και προθυμία ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μου και μου παραχώρησαν στοιχεία για έρευνα και την ολοκλήρωση αυτού του άρθρου. Πιο συγκεκριμένα ευχαριστώ τους συγγραφείς: ΝΟΕΛ ΜΠΑΞΕΡ, ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΜΑΔΟΥ, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ, ΣΟΦΙΑ ΒΟΙΚΟΥ, ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ, ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΡΑΥΛΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΨΗΣ. Επίσης ευχαριστώ τους εκδοτικούς οίκους ΨΥΧΟΓΙΟΣ, ΖΗΤΗΣ, ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, ΕΣΤΙΑ, ΚΕΔΡΟΣ, ΔΙΟΠΤΡΑ, ΙΚΑΡΟΣ, ΛΙΒΑΝΗΣ, ΠΑΤΑΚΗΣ, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ.

[2] Τα στατιστικά στοιχεία που παρατίθενται είναι λίγο ή πολύ γενικά και δεν αποτελούν προτροπή για χρήση. Προέκυψαν από την εξάμηνη έρευνα του συγγραφέα και πιθανόν υπάρχουν περισσότερα μυθιστορήματα σχετικά με τη Σμύρνη. Η έρευνα συνεχίζεται μιας και ειδικά για τα πριν το 1995 αναγνώσματα – περίοδο όπου η στατιστική καταγραφή των βιβλίων στην Ελλάδα ήταν παντελώς ανύπαρκτη – υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία.

[3] Στον λεγόμενο «Δυτικό Κόσμο» – και κυρίως στην Αγγλία, την Αμερική, τη Γερμανία, τη Γαλλία, κ. ά. – υπάρχουν κανόνες, νομικές διατάξεις, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και γενικότερα η τεχνολογία που επιτρέπουν ακόμα και την άμεση (on-line) ενημέρωση και δημοσιοποίηση των πωλήσεων των βιβλίων κάθε εκδοτικού οίκου. Στη σύγχρονη Ελλάδα, δυστυχώς, απέχουμε πολύ από τέτοιες «φυσιολογικές» για τις προηγούμενους χώρες καταστάσεις. Προσπαθώντας να ανιχνεύσω τις πωλήσεις των εξεταζόμενων έργων αντιμετώπισα τη γενικότερη άρνησή των εκδοτών. Τους λόγους νομίζω ο καθένας μπορεί λίγο πολύ να φανταστεί ή να υποθέσει. Έτσι τα στοιχεία που παραθέτω είναι από ελάχιστους εκδότες που μου τα απέστειλαν ή που ήδη τα έχουν αναρτήσει στις ιστοσελίδες τους..

[4] Οι αριθμοί στην παρένθεση αφορούν κατά σειρά, το έτος της πρώτης έκδοσης, τις ανατυπώσεις, και τα μέχρι σήμερα καταγεγραμμένα χιλιάδες πωληθέντα αντίγραφα. Πλην του έτους έκδοσης, τα υπόλοιπα νούμερα είναι με κάθε επιφύλαξη μιας και από χρόνο σε χρόνο αλλάζουν.

Το Μελί της Μικράς Ασίας

ΤΟ  ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

Βιβή Ποταμούση

Παρπαριά, Χίος

  Το Μελί ήταν ένα κεφαλοχώρι,  με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό , χτισμένο στη δυτική πλευρά της χερσονησίδας του Καράβουρνου, της Μέλαινας Άκρας , που αποτελεί το βόρειο τμήμα της χερσονήσου της Ερυθραίας. Ο «ανεμόεις», ο ανεμοδαρμένος  και θεοποιημένος Μίμας του Ομήρου, είναι ο πέτρινος όγκος που χωρίζει τη θάλασσα στα δύο: στον κόλπο της Σμύρνης και τα Στενά της Χίου. Τα πολλά ονόματα του Καράβουρνου απηχούν την ιστορική του διαδρομή: ήταν η Μέλαινα Άκρα των  Ιώνων, το Κάβο Στυλάρι  των πορτομάνων , το Στυλάριον των Βυζαντινών, που μετονόμασαν το βραχώδη όγκο του Μίμαντα και τον σημαντικότερο οικισμό της περιοχής, το Καράμπουρνου των Οθωμανών και των Τουρκομάνων, που κατέλαβαν την περιοχή τον 14ο αιώνα. Αυτή η πλευρά, η δυτική, είναι και η πιο τραχιά και  αυτήν διάλεξαν οι Μελιώτες για να κτίσουν τον οικισμό τους, στους πρόποδες του Μίμαντος , πάνω σε τρεις λόφους.

 

Από την ιστορία της περιοχής

Την περίοδο που η Ιωνία άλλαζε χέρια με αποφάσεις Βυζαντινών αυτοκρατόρων, την τραγική εποχἠ  που η παραπαίουσα αυτοκρατορία  έψαχνε ερείσματα και βοήθεια στη Δύση , το άγονο και δύσβατο Στυλάριον  εγκαταλείφτηκε στην τύχη του.  Σύνορο μεταξύ των  Οθωμανών από τη μια και των Γενοβέζων από την άλλη μετατράπηκε σε ορμητήριο  πειρατών που έφτιαξαν κρησφύγετα στα απόκρημνα παράλια του.  Οι κάτοικοι για να επιβιώσουν  μετακινήθηκαν ανατολικά, προς τα ασφαλή οθωμανικά τσιφλίκια ή απέναντι στη Χίο και την Αιγνούσα κι από εκεί στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία  ζητώντας να αποφύγουν την αναρχία στον τόπο τους.  Την περίοδο αυτή εγκαταλείφτηκαν πολλοί οικισμοί,  και μαζί με αυτούς και ο οικισμός που υπήρχε εκεί που χτίστηκε αργότερα το Μελί, ενώ η αύξηση της  πειρατείας στα Στενά μετέτρεψε  τα παράλια σε ορμητήρια των πειρατών που όργωναν τη Μεσόγειο, το Ιόνιο και το Αιγαίο και  έσπερναν τον τρόμο.  Η άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς αλλάζει για άλλη μια φορά την γεωπολιτική τύχη της χερσονήσου που περνάει στα χέρια τους. Ο Σουλεϊμάν αποφασίζει να καθαρίσει τις θάλασσες από τους πειρατές. Φαίνεται ότι παράλληλα με τις προσπάθειες  περιορισμού της πειρατείας στο Αιγαίο έγιναν προσπάθειες και στα παράλια. Τότε ο πληθυσμός της Κρήνης, του Τσεσμέ, εγκαταλείπει τον οικισμό Τσεσμέκιοϊ, 2-3 χιλιόμετρα από τα παράλια και μεταφέρεται στο λιμάνι . Στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα  πρέπει να ξεκίνησε δράση η τοπική οθωμανική ηγεσία  για την καταστροφή των όποιων πειρατικών κέντρων  υπήρχαν και στο Καράβουρνο. Η κατάκτηση νέων γαιών αυξάνει τον αριθμό των δουλοπάροικων που μετακινούνται προς τα μικρασιατικά παράλια. «Επομένως , ως φυσικό επακόλουθο πρέπει να υποθέσουμε ότι γύρω στο 1600, συγκροτήθηκαν τα πρώτα μούλκια στη χερσόνησο του Μίμαντος με κατοίκους από τα ορεινά, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες, όπως οι Ντάμιες, το ύψωμα Τεπέ , η Κακαρίνα και τα Φουρνάκια. Επίσης στη θέση του νεώτερου Μελιού υπήρχε οχυρωμένος οικισμός , με πυκνή οικιστική διαρρύθμιση[1].»  Τον 18ο αιώνα οι αγριότητες των Αλβανών στην Πελοπόννησο, την Στερεά και αλλού, καθώς και η συνθήκη του Κιουτζούκ Καϊναρτζή  δημιουργούν ένα ακόμα μεταναστευτικό ρεύμα προς την Μικρά Ασία και κυρίως δυτικά



[1] Μιχάλης Ιντζές, Ανατολικά της Χίου, Δυτικά της Σμύρνης, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σ.83

προς το τσιφλίκι της πλούσια και ισχυρής οικογένειας του Καρά Οσμάν. Ο Διάκονος Σμύρνης, ο Δημητσανίτης Γρηγόριος Προκοπίου, μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ γράφει στον Άνθιμο Καράκαλλο, φυγάδα στη Τεργέστη « Ο Θεός εκεί τους ωργίσθη, αλλά εδώ τους ευσπλαχνίσθη, επειδή οι Αγάδες της Ανατολής, συνερίζονται ποιος να τους πρωτοπάρει εις τον τόπο του…» Στο ίδιο πνεύμα κινείται και επιστολή του Α. Κοραή προς τον Α. Αθανασίου «Η μόνη μου ελπίδα είναι ο Καραοσμάνογλου, όστις ή διά το ίδιον συμφέρον ή διότι έχει φρονήματα δικαιοσύνης και φιλευσπλαχνίας εφάνη φίλος και προστάτης των Γραικών…». Την περίοδο αυτή Χιώτες από την Εύβοια και τα νησιά έρχονται στο Μελί και το ενισχύουν πληθυσμιακά. Το ίδιο θα συμβεί μαζικά άλλη μία φορά, το 1822, όταν Χιώτες περνούν απέναντι για να ξεφύγουν από την μανία των Οθωμανών και τη σφαγή, ενώ στο Μελί θα βρίσκουν καταφύγιο κατατρεγμένοι Χιώτες, μια που το χωριό έχει παράδοση στις κακές σχέσεις με τους Οθωμανούς.

Οι οικιστές, η θέση και τα χαρακτηριστικά του οικισμού, οι ασχολίες των κατοίκων

Όπως είδαμε το 1566 ο αριθμός των δουλοπάροικων αυξήθηκε μετά την πτώση της γειτονικής Χίου. Οι Χιώτες εγκαταστάθηκαν πρώτα στα Αλάτσατα και μετά στην χερσόνησο του Καράπουρνου. Τα ήθη και οι ενδυμασίες των κατοίκων του τόπου και συγκεκριμένα του μεγαλύτερου ελληνικού οικισμού, του Μελιού, έμοιαζαν με αυτές της Χίου[1] αναφέρει ο ερευνητής . Ενώ από άλλη πηγή ενημερωνόμαστε ότι το Μελί ιδρύθηκε από Καρδαμύλιους Χιώτες στις αρχές του 17ουαιώνα.[2] Στο ότι οι Χιώτες ήταν συγκεκριμένα από τα Καρδάμυλα συνηγορεί το γεγονός ότι αφενός Καρδαμύλιοι βοσκοί εποίκησαν τις Οινούσες, τα νησιά μεταξύ  Καρδαμύλων και Καράπουρνου, στο ύψος του Μελιού, και από εκεί εύκολα περνούσαν απέναντι με ενδιάμεσο σταθμό τα ακατοίκητα νησιά Ίππους των Ιώνων, αλλά και το ότι πολλά επίθετα Μελιωτών και Καρδαμυλίων είναι κοινά: Χέλιος, Καλούδης κ.α Το χωριό είναι ένα από τα 5 αμιγώς ελληνόφωνα χωριά σε σύνολο 18 του Καράπουρνου.                                                                                Στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου, στη βόρεια πλευρά του κόλπου των Ερυθρών , στους πρόποδες του Μίμαντα, χτίστηκε αμφιθεατρικά πάνω σε τρεις λόφους το Μελί, η νέα πατρίδα. Αριστερά ο Κουτρουλόμυλος, που ονομάστηκε έτσι από τα ερείπια του ανεμόμυλου που στεφάνωνε την κορυφή του, δεξιά ο Στένακας ,με 250 μέτρα υψόμετρο και  θέα στο νότο και στη δύση,  στις ακτές της Χίου, τις Οινούσσες και τα Καρδάμυλα, ενώ στο κέντρο  στεκόταν ο Πλατύ Καγιάς ( πλατιά πέτρα) από όπου έπαιρναν  πέτρες για να φτιάξουν τα σπίτια τους οι Μελιώτες.                                                                                       Κυκλωμένο από το καταπράσινο βουνό, πολύ κοντά στη θάλασσα , το χωριό είχε κλίμα ξηρό και δροσερό με άφθονα νερά που έφταναν μέσω υδραγωγείου  στο χωριό σε τρεις βρύσες , στην κεντρική πλατεία στου Καλούδη, στου Χέλιου και στην άκρη, το Kaplan suyu (η βρύση του αγριμιού). Μέσα στο χωριό διαμορφώνονταν εφτά μικρές και μεγάλες πλατείες: του Χέλιου, με την ομώνυμη βρύση, η κεντρική του Καλούδη, του Πετρακακιού, των Αλωνακιών κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, τα Πορτάκια όπου γίνονταν τα μεγάλα πανηγύρια,  του Κουμερκιάρη, του Τούρκου τελώνη δηλαδή, του Μουτζήθρα όπου βρισκόταν το σπίτι  και το μαγαζί του ομώνυμου Μελιώτη  και η πλατεία του Αϊ Γιάννη, ή του Τζινή, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που ήταν και ο προστάτης του.



[1] Ο.π.σ.87

[2] Στέφανος Στεφανίδης- Δημήτρης Πλουμίδης, Χίος, Οινούσσες, Ψαρά, Σμύρνη, Τσεσμές, Ερυθραία εκδ, INFOΓΝΩΜΩΝ, Αθήνα 2004,σ.300

Γιάννη, ή του Τζινή, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που ήταν και ο προστάτης του.

ποτα

Η Κάτω Βρύση

Το Μελί είχε τρεις μεγάλες εκκλησίες: τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, την Αγία Παρασκευή και τους Αγίους Αναργύρους. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στην Μητρόπολη Κρήνης και διοικητικά στην επαρχία, τον καζά, του Καράπουρνου που ανήκε στη Σμύρνη. Μέχρι το 1919 είχε δωδεκαμελή Δημογεροντία που εκλέγονταν στην κεντρική πλατεία δια βοής. Λειτουργούσαν τρία σχολεία: ένα εξατάξιο δημοτικό, ένα Παρθεναγωγείο και ένα Ελληνικό. Ο ξεριζωμός σταμάτησε στη μέση την ανέγερση Γυμνασίου. Τα σπίτια του ήταν μεγάλα, ωραία και τα περισσότερα διώροφα, χτισμένα με πέτρα και κεραμίδι. Επιπλέον είχε ένα υδραγωγείο, τρεις νερόμυλους και πολλά λατομεία, ενώ φημιζόταν για την πλούσια παραγωγή του σε μετάξι, για το μέλι του αλλά και, μέχρι τελευταία, για τα γαλακτοκομικά του προϊόντα. Οι Μελιώτες παρήγαν επίσης σταφίδα α΄ διαλογής ενώ το χωριό διέθετε αλυκές στις βραχώδεις ακτές του Τούζλα που κάλυπταν τις ανάγκες σε αλάτι και των κατοίκων της γύρω περιοχή. Σύμφωνα με τον Γεωργιάδη το Μελί, Velli, όπως το αναφέρει, το 1885 είχε 1200 κατοίκους, όλους Έλληνες, ενώ το 1888 στο χωριό έμεναν 150 οικογένειες. Ο Ξενοφάνης αναφέρει ότι το 1904 οι κάτοικοι ήταν 1500, ενώ το 1911 έφτασαν τους 1682. Ο Κοντογιάννης το 1914, στο Μεγάλο Διωγμό, μετρά 1000 κατοίκους, εδώ όμως πρέπει να συνυπολογίσουμε τους περίπου 1900 εκτοπισμένους από το Διωγμό, ενώ το 1921 το Μελί αριθμούσε 1517 κατοίκους, Ο Χατζημπέης ανεβάζει τον αριθμό τους σε 2500 την ίδια περίοδο.

Ποτ

 

Διόρωφο σπίτι στο κέντρο του χωριού

Οι συνθήκες γαιοκτησίας.                                                                                                                                                                                                                      Τα ρωμαίικα χωριά της περιοχής δημιουργήθηκαν από ένα αρχικό πυρήνα καλυβιών στα οποία κατοικούσαν οι πρώτοι δουλοπάροικοι του τσιφλικιού κάποιου Αγά. Η αύξηση του πληθυσμού λόγω γεννήσεων και νέων εποίκων αύξανε το μέγεθος του ώσπου τελικά διαμορφωνόταν ένα χωριό. Πάντως  στη χερσόνησο του Καράμπουρνου τα σουλτανικά κτήματα απέκτησαν περισσότερους Ρωμιούς που εγκαταστάθηκαν ακόμα και σε χωριά που είχαν εγκαταλείψει οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί λόγω επιδημιών και σταδιακά καρπώθηκαν την παρατημένη γη ή εκχέρσωσαν δασικές εκτάσεις.                                Η παράδοση του Μελιού κάνει λόγο για κάποιον Αγά που σκοτώθηκε από τους Ρωμιούς, γεγονός που προκάλεσε την εκδίωξη των κατοίκων. Αυτό μοιάζει να συμφωνεί και με την άποψη ερευνητή που αναφέρει ότι όλη η περιοχή του νοτιοδυτικού Καράμπουρνου  μετατράπηκε σε βακούφι για να συντηρείται μία κοπέλα του χαρεμιού. Το καθεστώς ιδιοκτησίας δηλαδή άλλαξε σε ιδιωτικό. Το πιθανότερο είναι να δημιουργήθηκε σουλτανικό βακούφι (evkaf- i selatin), σε περιοχή που έμεινε ακατοίκητη και  αδιάθετη. Αυτό το « κτήμα της σουλτάνας» – ίσως να πρόκειται για την τελευταία από μια σειρά γυναικών του χαρεμιού- γύρω στο 1830-40, η εν λόγω σουλτάνα αποφάσισε να το παραχωρήσει στους Ρωμιούς. Τη γη όμως την αγόρασε ο Θεοδόσιος Μ. Ζυγομαλάς, πλούσιος Χιώτης έμπορος, ο πρώτος Ρωμιός τσιφλικάς.[1] Το βακούφι που αρχικά καταλάμβανε μια έκταση 10-12.000 στρεμμάτων έφτασε τις 200.000 στρέμματα με τις εκχερσώσεις και μεταβιβάστηκε τελικά στους κατοίκους ύστερα από μια περίοδο εκμετάλλευσης του από τον Χιώτη έμπορο. Οι εκδοχές που οδήγησαν στην παραχώρηση της γης στους κατοίκους είναι δύο,  και μαρτυρούν την αναστάτωση που προκάλεσαν οι μεταρρυθμίσεις στο ιδιοκτησιακό καθεστώς από τις οθωμανικές αρχές. Η μία αναφέρει ότι η Σουλτάνα παραχώρησε το βακούφι στο τζαμί της Μέκκας και από εκεί νοικιάστηκε στους κατοίκους για 3.000 γρόσια το χρόνο. Από το τζαμί το αγόρασε ο Ζυγομαλάς για 3.000 λίρες και το πούλησε στους κατοίκους. Η άλλη υποστηρίζει ότι το αγόρασε ο διοικητής της Χίου Αμπντουλάχ- Μπέη, αν και υπήρχε η δωρεά στους Μελιώτες που κατέφυγαν στα δικαστήρια αλλά δεν δικαιώθηκαν και τότε το αγόρασε ο Χιώτης για λογαριασμό τους. Δυστυχώς τα στοιχεία που έχουμε είναι ελλιπή  και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για την εξέλιξη της γαιοκτησίας και τη ίδρυση των πρώτων οικισμών.



[1] Γιάννης Τζήκας, Αρχαία Ερυθραία, το Μελί και η Περιοχή, περιοδικό Μικρασιατικά Χρονικά τ.ΙΔ,1970,σ. 56

Γιορτές, έθιμα και παραδόσεις των Μελιωτών

Οι Μελιώτες ήταν βαθιά θρησκευόμενοι και εξαιρετικά ανοιχτόκαρδοι και γλεντζέδες, ενώ εκδήλωναν σε κάθε ευκαιρία την περιφρόνηση και την αντιπάθεια τους στους Τούρκους, γεγονός που εξηγεί και την παντελή έλλειψη τούρκικης παρουσίας στην περιοχή τους. Κάθε χρόνο γιόρταζαν με μεγάλη επισημότητα το πανηγύρι του προστάτη τους, Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στις 26  Σεπτέμβρη, που ήταν τριήμερο και έρχονταν επισκέπτες από όλα τα χωριά του Καράπουρνου αλλά και από τη Χίο και την Αιγνούσα. Τότε ερχόταν στο χωριό και ο Μητροπολίτης Κρήνης που συζητούσε με τους δημογέροντες τα προβλήματα του χωριού και προήδρευε της συνεδρίασης, καθήκον που είχε ο πρεσβύτερος ιερέας του χωριού τον υπόλοιπο χρόνο. Σε αυτό το πανηγύρι οι Μελιώτισσες έφτιαχναν το «κεσκέσι» ένα πιλάφι με χοντροαλεσμένο σιτάρι και κρέας, προσφορά βέβαια των κτηνοτρόφων και των αγροτών του χωριού, που μαγειρευόταν σε μεγάλα καζάνια και μοιράζονταν στους πανηγυριστές που, με τη σειρά τους, έριχναν τον οβολό τους στο πανέρι για την ενίσχυση του Ιερού Ναού. Αυτές τις μέρες γινόταν και εμποροπανήγυρη και οι Μελιώτισσες αγόραζαν προικιά για τις θυγατέρες τους και ότι άλλο χρειάζονταν για το νοικοκυριό τους, αφού ο οικογενειακός προϋπολογισμός είχε ενισχυθεί από την πώληση της σοδειάς. Στα καφενεία του χωριού στήνονταν γλέντι και τις τρεις μέρες του πανηγυριού. Εξίσου σημαντικός ήταν και ο εορτασμός στις 26 Ιουλίου με λιγότερη επισημότητα αλλά με εξίσου μεγάλο γλέντι, της Αγίας Παρασκευής που σύμφωνα με διηγήσεις, την παραμονή της γιορτής της, στην ολονυχτία, γιάτρευε ψυχικά αρρώστους και δαιμονισμένους που οι συγγενείς τους είχαν φέρει και έμεναν νηστεύοντας 40 ημέρες εντός του ναού.

η Θέα

 

Η θέα του κάμπου από το χωριό.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έθιμα των Μελιωτών όλη την διάρκεια του έτους. Τα Χριστούγεννα που τα γιόρταζαν τρεις μέρες, όπως και την μέρα του Αγίου Βασίλη, όπως έλεγαν την Πρωτοχρονιά, αλλά και τα Θεοφάνεια. Έφτιαχναν πολλά γλυκά, φοινίκια, κουραμπιέδες και κρούστες. Ειδικά για τα Χριστούγεννα έφτιαχναν τα «κολίκια», κουλούρια γεμάτα καρύδια, αμύγδαλα και σουσάμι, ενώ την Πρωτοχρονιά έπλαθαν βασιλόπιτα από την ζύμη του ψωμιού, έβαζαν μέσα ένα χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, το «τουρνέσι», την χώριζαν σε «μοίρες» με ένα καινούριο χτένι.[1] Στο τραπέζι της Πρωτοχρονιάς έβαζαν σιτάρι, κριθάρι και ρόδι, ενώ ο νοικοκύρης έφτιαχνε σταυρό από δυο κλαδιά ελιάς δεμένα με κόκκινη κλωστή και σταύρωνε την βασιλόπιτα. Ο τυχερός της χρονιάς έβρισκε το τουρνέσι που το φύλαγαν στα εικονίσματα. Αν η χρονιά ήταν καλή το χρησιμοποιούσαν και την επόμενη, αλλιώς το αντικαθιστούσαν με άλλο. Από τα γλυκά του τραπεζιού έτρωγαν και τα ζώα του στάβλου, ενώ οι νοικοκυρές πρόσφεραν γλυκά στις «καλές κυράδες», τα ξωτικά, αφήνοντας τα στις βρύσες του χωριού. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά ο νοικοκύρης έφερνε σπίτι «αμίλητα» έναν κουβά με νερό και μια πέτρα που τα έβαζε πίσω από την πόρτα και ένα ρόδι που το έσπαγε πετώντας το στο κέντρο στου σπιτιού για να πάει παντού και να φέρει ευφορία και καλοτυχία στην οικογένεια του, ενώ το τραπέζι έμενα γεμάτο γλυκά και κεράσματα για τον Άγιο Βασίλειο. Επίσης την Πρωτοχρονιά συνήθιζαν να ανταλλάσουν δώρα οι συγγενείς και οι αρραβωνιασμένοι, γλυκά τις περισσότερες φορές. Οι ευπορότεροι φρόντιζαν να μη λείψει τίποτα από το τραπέζι των οικονομικά αδυνάτων συγχωριανών τους και τους προμήθευαν με άφθονα τρόφιμα και γλυκά. Την παραμονή των Χριστουγέννων και του Αγίου Βασιλείου τα παιδιά γύριζαν στα σπίτι και έψελναν κάλαντα κρατώντας ξύλινο ή τενεκεδένιο καΐκι. Κάλαντα έψελναν και ανήμερα των Θεοφανείων που τα γιόρταζαν με μεγάλη κατάνυξη ρίχνοντας σταυρό στη θάλασσα. Αυτός που έβρισκε το σταυρό ήταν πολύ τυχερός και ευλογημένος όλο το χρόνο. Το να χαθεί ο σταυρός θεωρούνταν μεγάλη κακοτυχία. Η απώλεια του σταυρού τα Θεοφάνεια του 1922 στην Κάτω Παναγιά θεωρήθηκε κακός οιωνός.                    Αξιοπρόσεχτα είναι και τα άλλα έθιμα του χωριού που σκιαγραφούν τον χαρακτήρα των κατοίκων. Η νηστεία της Σαρακοστής τηρούνταν με ευλάβεια και οι Μελιώτες την ξεκινούσαν τρώγοντας αυγό για να τελειώσει  με το αυγό του Μεγάλου Σαββάτου. Τετάρτη και Παρασκευή όλοι έτρωγαν «ανήλαδο». Όλη τη Σαρακοστή οι κοπέλες φορούσαν μαντήλι σε ένδειξη πένθους και κυκλοφορούσαν με το κεφάλι σκυμμένο. Το Σάββατο του Λαζάρου οι νοικοκυρές έφτιαχναν τον «Λάτζαρο» ένα ανθρωπόσχημο γλυκό από ζύμη και με σταφίδες και τα παιδιά γυρνούσαν στο χωριό τραγουδώντας τα κάλαντα του «Λατζάρου». Την Κυριακή των Βαΐων έσπαγαν την νηστεία και έτρωγαν ψάρι ενώ ο ιερέας μοίραζε στους πιστούς βαγιόκλαδα που τα έβαζαν στο εικονοστάσι. Με αυτά θυμιάτιζαν τους αρρώστους ή τα έβραζαν και εισέπνεαν τους ατμούς ή έπιναν το βρασμένο νερό όσοι υπέφεραν από κρυολόγημα για την καλή υγεία.                                                 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έθιμα της Μεγάλης εβδομάδας. Η εκκλησίες ήταν στολισμένες πένθιμα με μαύρα τούλια και μωβ κορδέλες. Οι ιερείς ντύνονταν σκούρα άμφια και ήταν τόσο έντονο το πένθος που ακόμα και στο σχολείο απαγορευόταν το μάθημα της ωδικής. Την Μεγάλη Δευτέρα έψελναν ένα τραγούδι, παραλογές σώζονται από όλο το Καράπουρνο, που περιγράφει τα πάθη του Χριστού κάθε μέρα της Μεγάλης εβδομάδας. Την Μεγάλη Τετάρτη τα κορίτσια μαυροφορεμένα στέκονταν δίπλα στον Εσταυρωμένο ενώ πολλές ηλικιωμένες τον ξενυχτούσαν και τον μοιρολογούσαν με το μοναδικό σε στίχο και μελωδία μοιρολόι της Παναγιάς. Στα καφενεία απαγορευόταν η χαρτοπαιξία ενώ κρεμούσαν από μια κλωστή τον «Φάντη» χαρτί της τράπουλας, για να τιμωρήσουν το παράνομο κέρδος, τον Ιούδα, ξορκίζοντας έτσι με το δικό τους τρόπο το κακό και το πάθος της χαρτοπαιξίας. Επειδή η Μεγάλη Παρασκευή ήταν απόλυτη αργία οι Μελιώτισσες από την Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν αυγά κόκκινα και κίτρινα, που τα έτρωγαν την Πρωτομαγιά για «να χρυσώσει ο Μάης», ενώ με την κίτρινη μπογιά έβαφαν και τα ρουχαλάκια για να μην αρρωσταίνουν με κοιλιακά και πυρετούς. Επίσης έφτιαχναν τις «κουτσούνες»  ειδώλια από ζύμη με σώμα ανθρώπου  και για κεφάλι κόκκινο αυγό. Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν μέρα αυστηρής  νηστείας. Πολλοί δεν έτρωγαν παρά μόνο το



[1]Μαριάννα Κορομηλά-Θοδωρής Κούτρας, Ερυθραία, ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας,Πανόραμα, Αθήνα 1997σελ 35κ.ε.

βράδυ, μετά τον εσπερινό. Όλο το χωριό ήταν στους δρόμους και κουβαλούσε «πούλουδα», όπως έλεγαν τα λουλούδια, για να στολιστεί ο Επιτάφιος που έβγαινε σε περιφορά σε όλο το χωριό. Τα παλληκάρια συμμετείχαν στο «ινκάντο», πλειοδοτούσαν δηλαδή, για την τιμή να τον μεταφέρουν και τα χρήματα πήγαιναν στην εκκλησία. Στις τρεις το πρωί γινόταν η περιφορά και έβρισκε τους Μελιώτες στην εκκλησία, με τις μυροφόρες παραταγμένες δεξιά και αριστερά με πανέρια για τον οβολό των πιστών του Επιταφίου που τα παλληκάρια κρατούσαν ψηλά μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας για να περάσουν οι πιστοί και να κερδίσουν υγεία και θεϊκή ευλογία. Τα πιταφιολούλουδα [1]που έραινε ο ιερέας τα μάζευαν οι πιστοί και με αυτά θύμιαζαν το σπίτι ενώ το κερί που έπαιρναν από τον Επιτάφιο το έκαιγαν σε δύσκολες ώρες λέγοντας «Ιησούς Χριστός Νικά». Το Μεγάλο Σάββατο έβρισκε τους Μελιώτες να σφάζουν αρνιά και να κάνουν τις τελευταίες προετοιμασίες. Η Ανάσταση γιορτάζονταν με τόσο έντονες καμπανοκρουσίες και πυροβολισμούς που ακούγονταν σε αρκετά μακρινά χωριά. Η  φράση   «οι Μελιώτες Ανασταίνουν» να έμεινε χαρακτηριστική. Τσούγκριζαν αυγά που έπαιρναν μαζί τους στην εκκλησία για να είναι «διαβασμένα»  και ασπάζονταν ο ένα τον άλλον. Ένα τέτοιο αυγό έμπαινε στο εικονοστάσι για το ξεμάτιασμα.  Τη Δεύτερη Ανάσταση, της Αγάπης, ακολουθούσε στο Μελί ο «σκοτωμός του Ιγιούδα». Οι νέοι του χωριού έστηναν ένα ομοίωμα του «Ιγιούδα» και εξασκούνταν πάνω στην σκοποβολή, «σκοτώνοντας» συμβολικά τον Ιούδα, ενώ ακολουθούσε γλέντι και χορός.                                                         Μεγάλη γιορτή στο Μελί ήταν και η Ανάληψη, Πίστευαν ότι την παραμονή τα μεσάνυχτα άνοιγε ο ουρανός και ότι ο Χριστός φεύγοντας ευλόγησε τη θάλασσα, θεωρούσαν λοιπόν την θάλασσα στοιχείο υγείας και μετά την λειτουργία έμπαιναν μέχρι τα γόνατα λέγοντας μια επωδό. Την ίδια μέρα έψαχναν να βρουν στην θάλασσα την «μαλλιαρή» μια πέτρα καλυμμένη με φύκια, πιστεύοντας ότι φέρνει υγεία και αφθονία. Επίσης ο «κλήδονας» στο Μελί γιορτάζονταν της Αναλήψεως και όχι στις 24 Ιουνίου, του Αγίου Ιωάννου, με συμμετοχή όλων των ανύπαντρων κοριτσιών για να μάθουν το όνομα του μελλοντικού τους συζύγου.



[1] Ο.π., 167

Ο κάμ

ο κάμπος και το Μαντράκι

Μια όμορφη παράδοση  ήθελε τις πρώτες έξι μέρες  του Αυγούστου, μέχρι τη γιοτή του Χριστού, να αντιστοιχούν ανά μισή στους μήνες του χρόνου και να προμηνύουν τον καιρό της χρονιάς. Τα μερομήνια, γνωστά σε όλη την Ελλάδα, τα μελετούσαν ναυτικοί και βοσκοί που γνώριζαν τα σημάδια.

 

Οι Μελιώτες στους Εθνικούς αγώνες. Ο Μεγάλος Διωγμός(1914) και ο ξεριζωμός (1922).

Οι Μελιώτες ήταν ατίθασοι και δεν έχαναν ευκαιρία να δείξουν ανυπακοή στους Τούρκους, ειδικά μετά το 1822 όταν το χωριό ενισχύθηκε με νέο κύμα προσφύγων από την κατεστραμμένη Χίο, απέκτησαν παράδοση στις ακραίες σχέσεις με τους Τούρκους. Η αποφυγή της στράτευσης κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο τους επέτρεψε να εκφράσουν τα από καιρό διαμορφωμένα εθνικά αισθήματά τους και να φύγουν εθελοντές στη Μακεδονία επώνυμοι και ανώνυμοι στρατιώτες. Ήταν πολύ καλοί πατριώτες, γνήσιοι Έλληνες και Χριστιανοί. Μάλιστα την ελληνικότητα του Μελιού και ολόκληρης της χερσονήσου της Ερυθραίας, λέγεται ότι επικαλέστηκε στη συνθήκη των Σεβρών ο Ελευθέριος Βενιζέλος, για να πετύχει την ιστορική υπογραφή της.                                                                                   Το 1914 οι Μελιώτες, όπως και όλοι οι Έλληνες της Μ. Ασίας αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ήδη 1900 Μελιώτες είχαν εκτοπιστεί. Είναι από τους τυχερούς. Τα νησάκια απέναντι από το Μελί, το Γούνι κι η Πλακιά, οι Ίπποι των αρχαίων Ελλήνων, θα τους παράσχουν καταφύγιο στο πέρασμα τους στην Χίο και τις Οινούσσες, στην Ικαρία, την Αττική, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο.  Επιστρέφουν πιστεύοντας ότι αυτός ήταν ο τελευταίος ξεριζωμός. Τρία χρόνια αργότερα εγκαταλείπουν την πατρίδα τους οριστικά. Το ακατοίκητο Γούνι θα γίνει και πάλι σωτηρία τους. Θα περάσουν απέναντι με ότι μπορούν να μεταφέρουν από τα σπίτια τους και τα θύματα που θα θρηνήσουν είναι λιγοστά. Πολλοί θα βρουν νέα πατρίδα στις Οινούσσες και θα της δώσουν ανάσα ζωής. Άλλοι θα αναζητήσουν πατρίδα στη Χίο και άλλοι ακόμα πιο μακριά. Στην Αττική, όπου στα Μέγαρα θα ιδρύσουν το Νέο Μελί και θα αναστήσουν την χαμένη πατρίδα, στη Θεσσαλονίκη και την Ικαρία αλλά και στην Αμερική και την Αυστραλία.                               Μελετώντας την ιστορία της Ερυθραίας και του Μελιού, του χωριού του παππού μου, παρατήρησα μια αέναη πορεία ελληνικών πληθυσμών από και προς την Ελλάδα και τα χώματα της Ιωνίας, από τα χρόνια του πρώτου αποικισμού των Ελλήνων. Η Ιωνία μοιάζει να αποκτά ταυτότητα μέσα από την διαδρομή και την πορεία της σχέσης με την κυρίως Ελλάδα. Ερημώνει και ανασταίνεται, χάνει την ταυτότητα της και την ξαναβρίσκει φορές στο πέρασμα των αιώνων. Οι άνθρωποι της πολλές φορές πρόσφυγες περνούν από τη Χίο στην Ερυθραία και πίσω και ξανά και πίσω και ξανά. Έχασαν την πίστη τους, ξέχασαν την γλώσσα τους, μα νέοι ξεριζωμένοι από τη μάνα Ελλάδα, ανέσταιναν την ανάμνηση και ξεκινούσαν από την αρχή. Η ιστορία της Ιωνίας ήταν μια ιστορία προσφυγιάς μα πάντα με ελπίδα επιστροφής, ως το 1922 που πια επιστροφή δεν έχει.

Γιατί τα σπάσαμε τα αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των
διόλου δεν πέθαναν  γι΄ αυτό οι θεοί
Ω  γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη
σένα που ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμόσφαιρα σου περνά σφρίγος απ την ζωήν των
και κάποτε αιθερία εφηβική μορφήν
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.

Κ.Π.Καβάφης

 

Βιβλιογραφἰα

Τζήκας, Γ(1970), Αρχαία Ερυθραία, το Μελί και η περιοχή, Αθήνα, Μικρασιατικά χρονικά, τ. ΙΔ

Στεφανίδης,Στ., Πλουμίδης, Δ.,(2004), Χίος-Οινούσσες-Ψαρά, Σμύρνη-Τσεσμές-Ερυθραία, Αθήνα, εκδ. INFOΓΝΩΜΩΝ

Κορομηλά, Μ., Κονταράς, Εμ.(1997), Ερυθραία, ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας, Αθήνα,  εκδ. Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα

Ιντζές, Μ.,(2006) Ανατολικά της Χίου, Δυτικά της Σμύρνης,. Θεσσαλονίκη, Βάνιας,